Ὁ δὲ ἐξουσιαστής ταῦτα ἀκούσας, ἔμεινεν ἐκστατικός, καὶ λέγει είς τὸν Εὐσέβιον· «Δὲν ἔχω ἐξουσίαν νὰ σὲ κρίνω, ἀλλὰ ὕπαγε, εἰς τὸν δοῦκα νὰ σὲ κρίνῃ ἐκεῖνος». Τοῦ λέγει ὁ Εὐσέβιος· «Σοὶ ἐδόθη ἐξουσία, Ἀρριανέ, νὰ μὲ κρίνῃς». Ἀπεκρίθη ὁ Ἀρριανός· «Δὲν θέλω νὰ ἀκούσω τελείως Χριστιανόν». Τοῦ λέγει ὁ Εὐσέβιος· «Ὁμολόγησε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς εἰ μὴ εἷς μόνος, ὁ κατοικῶν εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ἀρνήσου τὰ εἴδωλα διὰ νὰ ζήσῃς καὶ σὺ μεθ’ ἡμῶν εἰς τοὺς αἰῶνας». Ὁ δὲ Ἀρριανὸς εἶπε· «Μὴ γένοιτο νὰ ἀρνηθῶ ποτὲ τοὺς θεούς, διότι ὁ Ἀπόλλων καὶ ἡ Ἄρτεμις εἶναι ζῶντες θεοί».
Τότε ὁ μακάριος Εὐσέβιος, γεμίσας τὰς δύο χεῖράς του κόνιν λεπτήν, τὴν ἔρριψεν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐξουσιαστοῦ λέγων· «Αὕτη ἡ κόνις εἶναι ἡ δύναμίς σου καὶ ἡ δύναμις τῶν θεῶν σου μόνον τελείωσε τὰ ἔργα τοῦ πατρός σου τοῦ σατανᾶ». Ὁ δὲ ἐξουσιαστὴς ἐθυμώθη σφόδρα καὶ ἔβαλε καὶ τὸν ἔδειραν λέγων πρὸς αὐτόν· «Εὐσέβιε, δὲν σὲ θανατώνω τώρα, ἀλλὰ θὰ σὲ βασανίζω ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, καὶ θὰ σὲ βάλω εἰς τὴν φυλακήν, ἕως οὗ ἀκούσῃ ὁ βασιλεὺς ὅτι ἠτίμασες τὸ κριτήριόν μου». Ὁ δ’ Εὐσέβιος εἶπε· «Διὰ νὰ γνωρίσῃς τὴν δύναμιν τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν παρέρχεται ἡ σήμερον ἡμέρα, ἐὰν μὴ μεταλάβω μυστικῶς τῆς τραπέζης τοῦ Κυρίου μου (ἐννοῶν ὅτι τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ)· καὶ σὺ δὲν δύνασαι νὰ κάμῃς ὅ,τι θέλεις, ἐὰν δὲν δώσῃς τὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου μου».
Καὶ τότε μὲν ὁ ἐξουσιαστὴς ἀναβὰς εἰς τὴν ἅμαξάν του ἀνεχώρησεν· ἐπιστρέψας ὅμως ἔπειτα καὶ θέλων νὰ καταβῇ τῆς ἁμάξης ἐκρατεῖτο ἀοράτως, καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ καταβῇ· πλὴν δὲν μετενόησε τελείως ὁ παράνομος, ἀλλὰ παρήγγειλε νὰ φέρουν εἰς τὴν ἅμαξαν τὸ μεσημβρινὸν φαγητόν του· ὅθεν ὁ μάγειρος γεμίσας ἕνα δίσκον ἀπὸ διάφορα φαγητά, τὰ ἔφερεν εἰς αὐτόν· καὶ εὐθὺς ὡς ἥπλωσε τὴν χεῖρά του εἰς τὸν δίσκον, ἐξηράνθη αὕτη καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τὴν σαλεύσῃ· τότε τοῦ λέγει ὁ συγκάθεδρός του· «Αὐθέντα, ἂς μὴ μείνωμεν εἰς τὴν πόλιν ταύτην, διότι κινδυνεύει νὰ ἀφανισθῇ καὶ ἡ πόλις διὰ τὰς μαγείας τοῦ Παφνουτίου». Ἀγανακτῶν λοιπὸν ὁ ἐξουσιαστὴς διὰ τὸ κακὸν τὸ ἀκολουθῆσαν εἰς αὐτόν, διέταξε νὰ καύσουν ζῶντας τὸν πραιπόσιτον καὶ τοὺς στρατιώτας του· οἱ δὲ ὑπηρέται τῆς ἀδικίας, ἀνάψαντες τέσσαρας καμίνους, κατέκαυσαν ἐντὸς αὐτῶν τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας, καὶ οὕτως ἐτελειώθησαν ἅπαντες ἐν Κυρίῳ καὶ ἀπέλαβον τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.