Ἔπειτα προχωρήσας καὶ περάσας τὸν ποταμὸν Χρύσπιν, κατεκυρίευσε καὶ κατελεηλάτει τὴν ἐχθρικὴν χώραν, ἕως οὗ κατήντησε καὶ εἰς τὴν πόλιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο ἡ Θεοπίστη, καὶ μὴ γνωρίζων τοῦτο, κατέλυσεν ἀκριβῶς εἰς τὴν οἰκίαν, ὅπου ἐκείνη ἔμενε καὶ ἔστησε τὴν σκηνήν του εἰς τὸν κῆπον αὐτῆς, καθὸ μεγάλον καὶ ἀνήκοντα εἰς τὸν πλέον εὐκατάστατον τοῦ τόπου πλοίαρχον, καὶ διέτριψαν ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρας πρὸς ἀνάπαυσιν.
Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν τούτων, τὰ τέκνα τοῦ Ἁγίου ἐπῆγαν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Θεοπίστης εἴδη τινὰ διὰ μαγείρευμα. Ἐν ᾧ δὲ ἐκάθηντο ἔξω τῆς οἰκίας περιμένοντες νὰ ἑτοιμασθῶσι τὰ φαγητά, ἤρχισαν νὰ συνομιλῶσι καὶ πρῶτος ὁ μικρότερος εἶπε· «Τόσον καιρὸν εὑρισκόμεθα, καὶ οἱ δύο μας εἰς τὴν ἰδίαν ὑπηρεσίαν τοῦ στρατηγοῦ, καὶ ποτὲ δὲν ἠρωτήσαμεν ἀλλήλους πόθεν καταγόμεθα». Λέγει ὁ μεγαλύτερος· «Καὶ ἐγὼ πρὸ πολλοῦ καιροῦ ἐπεθύμουν τοῦτο, ἀλλ’ ὅ,τι ἕως σήμερον δὲν ἔγινεν, ἂς γίνῃ ἔστω τώρα. Ἐγώ, ἐπειδὴ ἤμην μικρός, τίποτε ἄλλο δὲν ἐνθυμοῦμαι, παρὰ μόνον ὅτι ὁ πατήρ μου ἦτο στρατηγὸς εἰς τὴν Ρώμην, ἡ δὲ μήτηρ μου ἦτο πολὺ ὡραία καὶ ὅτι εἶχον καὶ ἕνα ἀδελφὸν ὡραῖον, μικρότερόν μου, μὲ ξανθὰ μαλλιὰ ὡς τὰ ἰδικά σου. Ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ μας λαβόντες ἡμᾶς μίαν ἡμέραν ἔφυγον ἀπὸ τὴν Ρώμην, ἀλλὰ ποῦ ἔμελλον νὰ ταξιδεύσουν δὲν γνωρίζω. Ἐνθυμοῦμαι μόνον ὅτι, εὑρισκόμενοι καὶ περιπατοῦντες εἰς τὴν ξηράν, ἐμβήκαμεν ἔπειτα ὅλοι μας εἰς ἓν πλοῖον, καὶ ὅτι ὑστερώτερα ἡ μήτηρ μας, δὲν ἠξεύρω διατί, ἔμεινε μέσα εἰς αὐτό, μόνος δὲ ὁ πατήρ μας μὲ ἡμᾶς τοὺς δύο ἐξῆλθεν εἰς τὴν ξηρὰν καὶ περιπατοῦντες ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα μεγαλώτατον ποταμόν. Ἐπειδὴ δὲ ἡμεῖς εἴμεθα μικροὶ καὶ δὲν ἠδυνάμεθα νὰ τὸν περάσωμεν, ὁ πατήρ μας ἐπῆρεν εἰς τὸν ὦμον του τὸν μικρότερον καὶ τὸν ἐπέρασεν εἰς τὸ ἓν μέρος, ἐμὲ δὲ ἄφησεν εἰς τὸ ἄλλο. Καὶ ἐνῷ ἐγύρισε νὰ λάβῃ καὶ ἐμέ, ἕνας λύκος ἥρπασε τὸν ἀδελφόν μου, ἐμὲ δὲ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἥρπασεν ἕνας λέων. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μὲ ἐλυπήθη καὶ ἔτυχον ἐκείνην τὴν ὥραν νὰ εὑρίσκωνται εἰς τὸ δάσος ποιμένες καὶ μὲ ἐλύτρωσαν ἀπὸ τοὺς ὀδόντας τοῦ λέοντος καὶ μὲ ἐπῆγαν εἰς τὴν πόλιν, τὴν ὁποίαν γνωρίζεις καὶ σύ, καὶ ἐκεῖ μὲ ἀνέθρεψαν καὶ ἐμεγάλωσα. Τί ἀπέγινεν ὅμως ὁ πατήρ μου καὶ ὁ μικρότερος ἀδελφός μου δὲν γνωρίζω».