Μετὰ τὰ νέα αὐτὰ ἀτυχήματα, ἐξελθὼν ὁ Ἅγιος τοῦ ποταμοῦ ἐκείνου ἐκάθισεν εἰς μίαν πέτραν καὶ ἔκλαιε πικρότατα, μαδῶν τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς του καὶ λέγων· «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ! Πῶς ἤμην καὶ πῶς τώρα κατήντησα! Ποῦ ἡ δόξα; ποῦ αἱ τιμαί, τὰς ὁποίας εἶχον; ποῦ οἱ στρατιῶται; ποῦ οἱ ἄπειροι ἄλλοι ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους εἶχον εἰς τὰς διαταγάς μου; Ἀλλά, Κύριε, μὴ παραβλέψῃς τὰ δάκρυά μου· μή με ἐγκαταλείψῃς ἕως τέλους. Εἶπες, Κύριε, ὅτι θὰ πάθω ὅσα καὶ ὁ Ἰώβ· ἀλλὰ τὰ παθήματα ἐκείνου ἦσαν ὡς ἤκουσα, ὀλιγώτερα τῶν ἰδικῶν μου. Ἐκεῖνος, ἂν καὶ ἔχασεν ὅλα του τὰ ἀγαθά, εἶχε κἂν ὀλίγον μέρος γῆς καὶ ἀνεπαύετο εἰς τὴν κοπρίαν· ἐγὼ ὅμως δὲν ἔχω ποῦ τὴν κεφαλήν μου νὰ κλίνω· εἶμαι ξένος εἰς μέρος ξένον. Τί νὰ κάμω; ποῦ νὰ καταφύγω; τί θὰ γίνω; Ἐκεῖνος εἶχε φίλους, οἱ ὁποῖοι τὸν παρηγόρουν· ἐκεῖνος, ἂν ἔχασε τὰ τέκνα του, εἶχεν ὅμως τὴν γυναῖκά του· ἀλλ’ ἐμὲ ποῖος θὰ μὲ παρηγορήσῃ; Τὴν γυναῖκά μου κατεκράτησεν ἄλλος, τὰ τέκνα μου ἔφαγον τὰ θηρία. Μή με ὀργισθῇς, Κύριε, διὰ ταῦτα μου τὰ παράπονα, ἀλλὰ δός μοι ὑπομονὴν καὶ γενναιοκαρδίαν νὰ ὑποφέρω ὡς πιστὸς ὀπαδός σου τοὺς πειρασμούς». Ἀφοῦ ἔκλαυσεν ἀρκετά, ἐσηκώθη καὶ περιπατῶν ἔφθασεν εἴς τινα πόλιν, Βάδησσον ὀνομαζομένην, ὅπου ἔμεινε καὶ εἰργάζετο μὲ ἡμερομίσθιον, ἄλλοτε μὲν σκάπτων τὴν γῆν, ἄλλοτε δὲ θερίζων. Ὅτε δὲ μετὰ ἓν ἔτος ἐγνώρισε καλλίτερα τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου ἐκείνου, παρεκάλεσεν αὐτοὺς καὶ τὸν διώρισαν ἀμπελοφύλακα καὶ τοῦτο τὸ ἐπιτήδευμα ἐξηκολούθησε νὰ μετέρχεται ἐπὶ ὁλόκληρα δεκαπέντε ἔτη [1].
Ὁ πανάγαθος ὅμως Θεὸς δὲν ἀφῆκε τοὺς δούλους του νὰ χαθοῦν, διότι πλησίον τοῦ ποταμοῦ ἐκείνου, εἰς τὸν ὁποῖον ἡρπάγησαν τὰ παιδία ὑπὸ τῶν θηρίων, ὑπῆρχον ποιμένες, οἵτινες, ἅμα εἶδον τὸν λέοντα, ἔτρεξαν εὐθὺς ὅλοι μὲ τοὺς σκύλους των καὶ κατώρθωσαν μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθειαν νὰ σώσωσι τὸ ἓν παιδίον ἀπὸ τοὺς ὀδόντας του· ἐκ τοῦ ἄλλου δὲ μέρους γεωργοί, ὡς εἶδον καὶ αὐτοὶ τὸν λύκον, ἔτρεξαν ὀπίσω του καὶ μὲ τὰς φωνάς των ἐπέτυχον νὰ τὸν κάμουν νὰ φοβηθῇ καὶ ν’ ἀφήσῃ καὶ τὸ ἄλλο παιδίον σῷον καὶ ἀβλαβές. Οἱ δὲ ποιμένες καὶ οἱ γεωργοὶ ἐκεῖνοι ἦσαν κάτοικοι μιᾶς πλησιοχώρου πόλεως, καὶ ἐφρόντισαν νὰ ἀναθρέψωσι τὰ παιδία οἱ ἴδιοι, ἐπειδὴ δὲν ἤξευραν τίνος ἦσαν, τὰ ὁποῖα ἐμεγάλωσαν κεχωρισμένα καὶ δὲν ἐγνωρίσθησαν μεταξύ των, ὅτι ἦσαν ἀδελφοί.