Ὁ δὲ Μελέτιος, προβλέπων ὡς παρόντα τὰ μέλλοντα, ἀπεκρίνατο· «Ἐὰν ἀγαπᾷς τὴν κόρην σου καὶ τὸ συμφέρον σου, ἄφες τοὺς γάμους, ὅτι εἰς ἕνα μῆνα τὴν παίρνει ὁ Νυμφίος της, καὶ δὲν ζημιώνεσαι τὴν προῖκά της ἄδικα, καὶ κερδαίνει καὶ αὐτὴ τὴν παρθενίαν της». Δέχεται τὴν συμβουλὴν ὁ Θηβαῖος, καὶ πρὶν νὰ τελειώσῃ ὁ μὴν ἀπῆλθεν ἡ κόρη πρὸς Κύριον καὶ ὁ πατήρ της ἐπώλησεν ὅλην τὴν προῖκα, καὶ τὴν ἔδωκεν ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ τὴν εὕρῃ ἐκείνη καὶ αὐτὸς εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Ὅταν δὲ εἶχεν ὀκτὼ [1] χρόνους ὁ Ὅσιος εἰς ἐκεῖνο τὸ Μοναστήριον, βλέπων ὅτι ἤρχοντο πολλοὶ καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἡσυχάζῃ κατὰ τὸν πόθον του, ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ, ψηφίσας Ἡγούμενον ἕναν, τὴν κλῆσιν Νικόλαον, εἰς χεῖρας τοῦ ὁποίου ἐνεπιστεύθη τὸ ποίμνιον αὐτὸς δὲ ἐπῆγεν εἰς τὸ ὄρος τῆς Μυουπόλεως [2], δύσβατον κατὰ πολλά, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο τὸ Μοναστήριον, τοῦ Συμβούλου καλούμενον ἢ Συμβόλου, τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων, εἰς τὸ ὁποῖον ἡγουμένευεν εἷς ἐνάρετος Κληρικός, ὀνόματι Θεοδόσιος, ὅστις ἐδέχθη τὸν Ὅσιον μετὰ πλείστης ἀγαλλιάσεως καὶ τοῦ ἔδωκε κατ’ ἀρχὰς τὸ εὐκτήριον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ νὰ κυβερνᾷ ὡς βούλεται· μὲ τὸν καιρὸν δὲ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Μελετίου συνηθροίσθησαν καὶ ἐκεῖ ἀναρίθμητοι, καὶ ἔγινε Λαύρα ἡ ἔρημος. Ἔφθασε δὲ ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἕως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ δὲ Πατριάρχης Νικόλαος ὁ Γραμματικὸς [3] ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν Νικήταν [4] νὰ χειροτονήσῃ τὸν Μελέτιον Ἱερέα διὰ νὰ ἐξυπηρετῇ καὶ ἐξομολογῇ τους ἀδελφούς, τὸ ὁποῖον καὶ παρὰ τὴν θέλησίν του ἐγένετο καὶ ἐκοσμήθη ὁ ὑπεράξιος μὲ τὴν ἀξίαν τῆς ἱερωσύνης.
Εἰς ὀλίγον καιρὸν ἐκοιμήθη ὁ Θεοδόσιος καὶ ἔμεινεν ὅλη ἡ προστασία καὶ τῆς κυρίως Μονῆς τῶν Ἀσωμάτων εἰς τὸν Μελέτιον. Ἦσαν δὲ οἱ ἀδελφοὶ ἑκατὸν καὶ περισσότεροι, καὶ καθ’ ἑκάστην ὁ ἀριθμὸς ἐπλήθυνεν· ὅτι ὁ Ὅσιος ὑπεδέχετο ἅπαντας καὶ ἔκτιζον κελλία καὶ οἰκητήρια, εἰς τὰ ὁποῖα συνεκοπίαζε καὶ ἐβοήθει ὁ Ὅσιος καὶ τοὺς ἡρμήνευε καὶ ἐνουθέτει τὰ χρειαζόμενα, διδάσκων αὐτοὺς πρὸ πάντων νὰ ἔχουν πτωχείαν ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν, νὰ μὴ φροντίζουν διὰ τὴν σάρκα πῶς νὰ τραφῶσιν, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζουν εἰς τὸν Πανάγαθον Θεόν, ὅστις θὰ τοὺς διακυβερνᾷ εἰς ὅσα χρειάζονται, καθὼς τρέφει καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.