Ἄλλοτε πάλιν ἦλθεν ἄρχων τις, Μιχαὴλ Κασταμονίτης καλούμενος, χάριν εὐλογίας πρὸς τὸν Ὅσιον Μελέτιον· καὶ δὲν ἐπῆρεν εἰς τὴν συνοδείαν του ἄλλους, εἰ μὴ μόνον ἕνα δοῦλον, τὸν ὁποῖον ἐνόμιζε διὰ καλὸν ἄνθρωπον. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ δόλιος ἐδείχθη κακὸς διὰ τὸν δεσπότην αὐτοῦ καὶ ἀχάριστος, καὶ ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ τὸν φονεύσῃ ὁ δείλαιος. Καθὼς λοιπὸν ἐβάδιζεν ὁ Μιχαὴλ ἔμπροσθεν, καὶ ὁ δοῦλος κατόπιν, ἀνέσπασεν οὗτος τὸ ξίφος διὰ νὰ τὸν κτυπήσῃ· ὡς ὅμως ἐσήκωσε τὴν χεῖρα μὲ θυμὸν διὰ νὰ τὸν ἀποκτείνῃ, βλέπει ἔμπροσθεν αὐτοῦ θυμωμένον τὸν μέγαν Μελέτιον, ὁ ὁποῖος μὲ σχῆμα καὶ βλέμμα ἄγριον τὸν ἐφόβισε καὶ δὲν ἐτέλεσε τὸν ἄδικον φόνον ὁ κατὰ τὴν προαίρεσιν φονεύς. Ταῦτα δὲν ἐγνώριζεν ὁ Καστανομίτης, ἀλλὰ περιεπάτει ἀμέριμνα. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου ὁ μὲν Μιχαὴλ εἰσῆλθε καὶ τὸν ἐχαιρέτησεν, ὁ δὲ κάκιστος δοῦλος ἔστεκεν ἀπ’ ἔξω, θαρρῶν ὅτι δὲν ἐγνώριζε τὴν κακουργίαν αὐτοῦ ὁ Μελέτιος. Ὁ Ὅσιος ὅμως τὸν ἤλεγξε φανερά, καὶ τοῦ εἶπε· «Πρόσπεσον εἰς τοὺς πόδας τοῦ κυρίου σου, ἐξαγόρευσον τὴν ἀνομίαν, ὅπου ἠθέλησας νὰ τελέσῃς, ταλαίπωρε, ἐὰν θέλῃς νὰ σὲ συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς καὶ ἡμεῖς, ἵνα μὴ κολασθῇς αἰώνια». Ταῦτα ἀκούων ὁ Μιχαὴλ ἐθαύμαζε, μὴ γνωρίζων τὴν ὑπόθεσιν. Τότε ἐφανέρωσε τὸν δόλον τοῦ δούλου πρὸς τὸν ἄδολον δεσπότην, τὸ ὡμολόγησε δὲ καὶ ὁ δοῦλος, ζητήσας συγχώρησιν. Ὅθεν εὐχαριστήσας ὁ Μιχαὴλ τὸν Ὅσιον, ἀνεχώρησε χαίρων ὁμοῦ καὶ θαυμάζων.
Ὁ δοὺξ τῶν Θηβῶν ἠθέλησέ ποτε νὰ ἴδῃ τὸν Ὅσιον, διὰ νὰ λάβῃ τὴν εὐλογίαν του· ὠνομάζετο δὲ Βρυέννιος· ὡς δὲ καλόγνωμος ὅπου ἦτο καὶ μεταδοτικὸς ὡς ὁ ἀπόστολος Φίλιππος, ἠθέλησε νὰ λάβῃ καὶ ἕνα συγγενῆ του, Βατάζην τὴν ἐπωνυμίαν, εἰς τὴν συνοδείαν του, καὶ τοῦ λέγει· «Ἂς ὑπάγωμεν, φίλε, νὰ ἴδῃς ἕνα ἄνθρωπον, τοῦ ὁποίου δὲν εἶδες ποτέ σου ὅμοιον καὶ θὰ λάβῃς ἀπὸ τὴν διδαχήν του πολλὴν ὠφέλειαν». Ὁ δὲ Βατάζης, ἐπειδὴ εἶχε μάθει ὅλας τὰς Ἱερὰς Γραφάς, λέγει πρὸς τὸν Βρυέννιον: «Τὶ ἄλλο περισσότερον ἔχει νὰ μοῦ εἴπῃ ἀπὸ ὅσα ἀνέγνωσα;». Πλὴν ἠκολούθησε τοῦ Δουκὸς ἀκουσίως καὶ ἐπῆγαν ἀμφότεροι εἰς τὸν Ὅσιον, ὅστις ὑπεδέχθη τὸν Δοῦκα ἀσπασίως ὡς εὐλαβέστατον, καὶ τὸν ἐδίδαξε κατὰ μόνας μέσα εἰς τὸ κελλίον του, καὶ εὐλογήσας αὐτὸν τὸν ἀπέλυσεν. Ὁ δὲ Βατάζης τὸν παρεκάλεσε νὰ εἴπῃ καὶ αὐτοῦ λόγον ὠφέλιμον. Ὅθεν ὁ Ὅσιος μὲ πρᾳότητα τῷ εἶπε: «Σύ, τέκνον, γνωρίζεις ὅσα ἤθελα νὰ σοῦ εἴπω, καὶ δὲν χρειάζεσαι διδαχὴν ἀπὸ ἐμέ». Τότε ἐθαύμασαν καὶ οἱ δύο, ἰδόντες τὸ προορατικὸν ὅπου εἶχε, καὶ ἐγνώριζεν ὅσα αὐτοὶ εἰς τὰς Θήβας ἐλάλησαν.