Τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἐγένετο εἰς ὅλην τὴν ἐπαρχίαν τῶν Θηβαίων ἀνομβρία μεγάλη καὶ ἐκινδύνευον νὰ ξηρανθοῦν τὰ σπαρτὰ τελείως. Οἱ δὲ ἐγχώριοι ἐτέλουν καθ’ ἑκάστην λιτανείας καὶ παρακλήσεις πρὸς τὸν Κύριον, ἀλλὰ δὲν ἐπήκουεν αὐτῶν. Ὅθεν ἔδραμον ἅπαντες εἰς τὸν μέγαν Μελέτιον, ὅστις μόνον ἦτο ἄξιος νὰ παρακινήσῃ εἰς οἶκτον τὸν Δεσπότην Χριστόν. Φθάνοντες ὅθεν μὲ λιτανείαν εἰς τὸν μέγαν Γεώργιον, εἶχον εἰς τὴν συνοδείαν των καὶ τὸν ρηθέντα Νικόδημον ἐνδεδυμένον τὰ ἱερατικὰ ἱμάτια· καθὼς δὲ ἔκαμεν ὁ μέγας Μελέτιος πρὸς Κύριον δέησιν, ἦλθε βροχὴ ἀναρίθμητος καὶ πάντες ἐχάρησαν.
Ἰδὼν ὅμως ὁ Ὅσιος τὸν Νικόδημον, ἐπρόσταξε καὶ τὸν ἐξέδυσαν τὰ ἱερὰ που ἐφόρει, καὶ τὸν ἔβαλαν εἰς ἕνα λάκκον, διὰ κανόνα τῆς παρακοῆς ὅπου ἔκαμεν. Τινὲς δὲ ἀπὸ τὸν κοινὸν λαὸν ἀπαίδευτοι κατέκριναν τὸν Ὅσιον ὡς ἄσπλαγχνον· καὶ σύραντες ἀπὸ τὸν λάκκον τὸν δείλαιον, τοῦ εἶπον νὰ βάλῃ πάλιν τὰ ἱερά, νὰ στρέψωσιν εἰς τὴν πόλιν μὲ τὸν λοιπὸν λαὸν λιτανεύοντες. Ἀλλά, ὢ τοῦ φρικτοῦ τῆς ἄνωθεν δίκης κρίματος! πρὶν νὰ φθάσουν εἰς τὴν πόλιν λιτανεύοντες, ὅταν ἦσαν ἔξω ἀκόμη ἀπὸ τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἠλιού, ἐξέσπασε θύελλα φοβερωτάτη μὲ ἀστραπὰς καὶ βροντὰς δυνατάς, καὶ ἔπεσε κεραυνὸς εἰς τὸν ἄθλιον Νικόδημον, ὅστις μόνος ἡρπάγη ἀπὸ ὅλον ἐκεῖνο τὸ πλῆθος καὶ ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ ζῶντος Θεοῦ διὰ νὰ δώσῃ δίκας τῆς παρακοῆς ὁ ταλαίπωρος. Ἐγὼ δὲ καὶ τὰ δύο ταῦτα θαυμάζω. Πῶς ὁ λαὸς εὐηργετήθη μὲ τὴν πλήμμυραν τοῦ ὕδατος, καὶ ὁ πταίστης ὁμοῦ ἐκολάσθη. Ὅμοιον καὶ τοῦτο τοῦ θαυματουργήματος τοῦ Μωϋσέως, ὅστις μὲ τὴν ράβδον του, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπέρασεν ἀβρόχως τοὺς φίλους του, ἐβύθισε καὶ τοὺς ἐχθρούς του θαυμασιώτατα. Οὕτω καὶ ἐδῶ οἱ μὲν ἄξιοι τῆς εὐχῆς ἀπέλαβον τὴν εὐεργεσίαν τοῦ ὕδατος, ὁ δὲ παραβάτης, ἀθετήσας τὸ πατρικὸν πρόσταγμα, ἔγινε τοῦ ἐναντίου στοιχείου ἀνάλωμα καὶ ἔμεινε πυρίκαυστος, διὰ νὰ σωφρονισθοῦν ἄλλοι παρήκοοι μὲ τὸ τούτου ὑπόδειγμα.
Ἄνθρωπός τις Θηβαῖος, πλούσιος, εἶχε θυγατέρα, τὴν ὁποίαν ἔταξεν εἰς γυναῖκα ἑνὸς ἄλλου πλουσίου ἄρχοντος, καὶ μὲ τὴν κόρην ἔγραψε νὰ δώσῃ προῖκα ὅλον τὸ πρᾶγμά του. Οὗτος εἶχε πολλὴν εὐλάβειαν καὶ ἀγάπην εἰς τὸν μέγαν Μελέτιον καὶ ἀπελθὼν τὸν παρεκάλεσε μὲ πολλὴν θερμότητα λέγων· «Κάμε, τίμιε Πάτερ, διὰ τὴν κόρην δέησιν νὰ περάσῃ εἰρηνικὰ μὲ τὸν ἄνδρα, ὅπου τὴν ἐμνήστευσα».