Καὶ ὅσον ηὔξανεν εἰς τὴν ἡλικίαν τοῦ σώματος, τόσον μᾶλλον ἐπρόκοπτεν εἰς τὴν σοφίαν καὶ χάριν, προβαίνων ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν καὶ ἀπὸ δυνάμεως εἰς δύναμιν, τόσον ὥστε ἐπέρασε τὴν τάξιν τῆς φύσεως καὶ ὅταν ἦτο χρόνων δεκαπέντε ἐφαίνετο ὡς ἀνὴρ τέλειος, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ θείου πληρώματος. Οἱ δὲ γονεῖς αὐτοῦ ἐμελετοῦσαν εἰς τὸν Μελέτιον ὡς ἄνθρωποι ἀνθρώπινα πράγματα καὶ ἐζήτουν νὰ τὸν νυμφεύσουν, μὴ γνωρίζοντες ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα αὐτὸς ἐμελέτα εἰς τὴν καρδίαν του καὶ διότι ἕως τότε ὑπετάσσετο εἰς αὐτοὺς καὶ δὲν παρήκουε τὴν προσταγήν των.
Ἀλλ’ ὅταν εἶδεν ὅτι ἐβούλοντο νὰ τὸν χωρίσουν ἀπὸ τὸν ἔνθεον ἔρωτα, ἔκρινε δίκαιον νὰ γίνῃ ἐκείνων παρήκοος, τοῦ δὲ Ποιητοῦ καὶ Σωτῆρος ὑπήκοος, τοῦ ὁποίου ἤκουε καθ’ ἑκάστην τοὺς σωτηρίους τούτους λόγους: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγὼ ἀναπαύσω ἡμᾶς». Καὶ πάλιν: «Εἴ τις ἔρχεται πρός με, καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ τὴν μητέρα, καὶ γυναῖκα, καὶ τέκνα, καὶ ἀδελφούς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου εἶναι μαθητής». Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἀκούων ὁ πεφωτισμένος νέος, προέκρινε τὸν ἔνθεον ἔρωτα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον σοφώτατα· καὶ ἀφήνει τοὺς γονεῖς, φεύγει τοὺς γάμους, καταλιμπάνει συγγενεῖς, φίλους, κτήματα, χρήματα, καὶ ὅλα τὰ ἀπολαυστικὰ καὶ ἡδέα τοῦ σώματος ὁλοψύχως κατεφρόνησεν ὡς ἐπίκηρα, διὰ ν’ ἀπολαύσῃ τὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια. Φεύγει ἀπὸ τὴν ἀγαπημένην πατρίδα του, σηκώνει τὸν Σταυρόν, καὶ ἀκολουθεῖ τῷ Χριστῷ ὅστις τὸν ἐκάλεσε· φθάσας δὲ εἰς Κωνσταντινούπολιν, εἰσῆλθεν εἰς ἓν Μοναστήριον, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε καὶ εἰς τὸ ὁποῖον κατῴκησέ ποτε ὁ Μέγας Χρυσόστομος, ὅτε ἦτο ἐκεῖ Πατριάρχης, καὶ ἀφ’ οὗ ἔκαμεν ἐκεῖ τρεῖς χρόνους, ἔγινε Μοναχός.
Ὅταν ἔμαθε καλὰ τὴν τάξιν τῆς μοναδικῆς πολιτείας ἐκεῖ εἰς τὸ Κοινόβιον, ἐπεθύμησε νὰ πολιτευθῇ ἐναρετώτερα εἰς τὴν ἔρημον. Ὅθεν ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ Κοινόβιον, θέλων νὰ μιμηθῇ τὸν Προφήτην Ἠλίαν καὶ Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, καὶ μετέβη εἰς Θεσσαλονίκην διὰ νὰ προσκυνήσῃ πρότερον τὸν Μέγαν Δημήτριον. Ἐκεῖ δὲ παρεκάλεσε τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον νὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς τόπον σωτήριον. Ἐξελθὼν τὸν ὑπήντησεν ἕνας νέος, κόσμιος εἰς τὸ ἦθος καὶ εἰς τὴν μορφὴν εὐπρεπὴς καὶ χαριέστατος, ὅστις προσεποιήθη ὅτι μετέβαινεν εἰς τὴν αὐτὴν ὁδόν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπήγαινε καὶ ὁ Μελέτιος καὶ τὸν ἠρώτησε ποῦ ἐπήγαινεν.