Τῇ ΙΑ’ (11ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΘΕΟΔΩΡΑΣ τῆς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ.

«Καθὼς λοιπὸν ἐξήταζον διὰ νὰ μάθω ἀπὸ ἐκείνους τοὺς δύο, οἵτινες μὲ ἐπήγαιναν, βλέπω ἔξαφνα παράταξιν Προφητῶν, Ἀποστόλων, Μαρτύρων, καὶ πάντων τῶν Δικαίων, καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ τάγματα ἐκεῖνα ἐφάνη μία γυνὴ ἐστολισμένη μὲ δόξαν καὶ λαμπρότητα, ἡ ὁποία ἐκάθησεν εἰς ἐκείνην τὴν ὑπερένδοξον κλίνην· ἐκεῖνοι δὲ ὅπου μὲ ἔφερον ἔλεγον, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος, ὅστις ἀδίκως ἐσυκοφαντήθη, καὶ ὁ ὁποῖος προέκρινε νὰ ὑπομείνῃ τοσαύτην καταφρόνησιν εἰς ἑπτὰ χρόνους, ἐξόριστος ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα, καὶ νὰ νομίζηται πατὴρ ξένου παιδός, καὶ νὰ τρέφῃ ἀγογγύστως σπέρμα ἀλλότριον μὲ τοσαύτην κακοπάθειαν, παρὰ νὰ φανερώσῃ ποῖος εἶναι καὶ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τοιαύτην ἐντροπὴν καὶ κακοπάθειαν· διὰ τοῦτο λοιπόν, καθὼς βλέπεις, ἠξιώθη καὶ εἰς τόσην δόξαν καὶ λαμπρότητα. Ἕως ἐδῶ, ἀδελφοί, ἐτελείωσε τὸ ὅραμα, μόνον τώρα ἄς ὑπάγωμεν εἰς τὴν κέλλαν τοῦ Θεοδώρου διὰ νὰ ἴδωμεν τὸ γεγονός».

Μετέβη ὅθεν ὁ Ἡγούμενος μὲ τοὺς ἀδελφοὺς εἰς τὸ κελλίον τῆς Ἁγίας, καὶ εὗρον τὸ παιδίον ὅπερ ἔκλαιε πικρῶς, τὴν δὲ μακαρίαν Θεοδώραν τελειωθεῖσαν. Τότε, καθὼς ἐγνωρίσθη ὅτι ἡ Ἁγία ἦτο γυνή, ἔρρεον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Ἡγουμένου καὶ τῶν ἀδελφῶν ὡς βρύσις τὰ δάκρυα ἐπάνω εἰς τὸ ἅγιον λείψανον. Ἐπρόσταξε δὲ ὁ Ἡγούμενος νὰ προσκαλέσουν ἐκείνους τοὺς Μοναχούς, οἵτινες ἐσυκοφάντησαν τὴν Ἁγίαν, νὰ ἔλθουν νὰ ἰδοῦν τὸ παράδοξον πρᾶγμα, καὶ νὰ κλαύσουν διὰ τὴν ἀπάτην τῆς ψευδοῦς συκοφαντίας οἱ ὁποῖοι καθὼς ἦλθον καὶ εἶδον, ἔμειναν ὡς ἐκστατικοί, καὶ ἔτρεμον ἀπὸ τὸν φόβον των, νομίζοντες ὅτι θέλει τοὺς εὕρει ὀργὴ θεήλατος διὰ τὴν πρὸς τὴν Ἁγίαν ἄδικον κατηγορίαν. Συνήχθη δὲ ἐκεῖ πλῆθος Μοναχῶν πανταχόθεν, καὶ κανεὶς δὲν ἔμεινεν ὅστις νὰ μὴ δακρύσῃ μὲ ἐγκάρδιον καὶ διάπυρον κατάνυξιν.

Τότε παρεστάθη Ἄγγελος Κυρίου πρὸς τὸν Ἡγούμενον, καὶ τοῦ παρήγγειλε νὰ στείλῃ τάχιστα ἄνθρωπον ἔφιππον εἰς τὴν χώραν, καὶ ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἤθελεν ἀπαντήσει πρῶτον, νὰ τὸν βάλῃ ἐπάνω εἰς τὸ ἄλογον καὶ νὰ τὸν φέρῃ εἰς τὸ Μοναστήριον. Οὗτος ἦτο ὁ ἄνδρας τῆς μακαρίας Θεοδώρας· ὁ ὁποῖος, καὶ πρὶν νὰ τὸν προσκαλέσουν, εἶχεν ἴδει θείαν ἀποκάλυψιν, καὶ εἶχε κινήσει νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ Μοναστήριον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τῆς Ὁσίας ταύτης Θεοδώρας γράφεται εἰς τὸν «Παράδεισον τῶν Πατέρων» ὅτι εἶπε τὸ ἀξιόλογον τοῦτο ἀπόφθεγμα, ἤτοι ὅτι δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπον οὔτε ἡ ἄσκησις οὔτε ἡ ἀγρυπνία οὔτε κανεὶς ἄλλος κόπος, παρὰ μόνον ἡ γνησία ταπεινοφροσύνη. Ἦτο, ἔλεγεν, εἷς Ἀναχωρητής, ὅστις ἐδίωκε δαιμόνια· ἠρώτησε δέ ποτε ταῦτα μὲ ποίαν ἀρετὴν ἐξέρχονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους οὕτω λέγων· «Μὲ τὴν νηστείαν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίναντο τὰ δαιμόνια· «Ἡμεῖς ποτὲ δὲν τρώγομεν, οὔτε πίνομεν». «Μὲ τὴν ἀγρυπνίαν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίναντο· «Ἡμεῖς ποτὲ δὲν κοιμώμεθα». «Μὲ τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἐρημίαν ἐξέρχεσθε;». Ἐκεῖνα δὲ ἀπεκρίναντο· «Ἡμεῖς εἰς τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἐρημίαν εὑρισκόμεθα». Λέγει εἰς αὐτά· «Μὲ ποίαν, λοιπόν, ἀρετὴν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίθησαν· «Ἡμᾶς καμμία ἀρετὴ δὲν νικᾷ, εἰμὴ ἡ ταπεινοφροσύνη· διότι αὕτη εἶναι ὁ νικητὴς τῶν δαιμόνων». Ἔλεγε πάλιν ἡ Ἁγία· «Ἦτο εἷς Μοναχὸς καθήμενος εἰς τὴν ἔρημον ἐν τῷ κελλίῳ του· ἀπὸ τὸ πλῆθος δὲ τῶν πειρασμῶν, τοὺς ὁποίους ἐπροξένει εἰς αὐτὸν ὁ διάβολος, ἀποκαμών, εἶπεν· «Ἂς φύγω ἀπὸ ἐδῶ διὰ νὰ σωθῶ». Ὅταν δὲ ἡτοίμαζε τὰ ὑποδήματά του διὰ νὰ φύγῃ, βλέπει ἄλλον ἕνα ἄνθρωπον, ὅστις ἔβαλλε καὶ ἐκεῖνος τὰ ὑποδήματά του (οὗτος ἦτο ὁ διάβολος) καὶ λέγει εἰς τὸν Μοναχόν· «Σὺ φεύγεις ἀπὸ ἐδῶ ἐξ αἰτίας μου; ἀλλ’ ἰδοὺ ὅτι καὶ ἐγὼ προλαμβάνω καὶ ἑτοιμάζομαι νὰ ὑπάγω ἔμπροσθέν σου, ὅπου σὺ ὑπάγεις». (Βλέπε περὶ τούτων ἐν τῇ ἡμετέρᾳ ἐκδόσει τοῦ «Εὐεργετινοῦ»).

[2] Οὕτως ὠνομάζετο τὸ Μοναστήριον, διότι εὑρίσκετο παρὰ τὸ ἔνατον σημεῖον ἀπὸ Ἀλεξανδρείας. Σημεῖα δὲ ὠνομάζοντο ὡρισμένα σημάδια, μὲ τὰ ὁποῖα ἐσημείωναν τότε τὰς ἀποστάσεις τῶν ὁδῶν πρὸς πληροφορίαν τῶν ὁδοιπόρων, ὅπως γίνεται σήμερον μὲ τοὺς δείκτας τῶν χιλιομετρικῶν ἀποστάσεων.

[3] Ἐλέγετο δὲ τοῦτο Ὀκτωκαιδεκάτου, διότι εὑρίσκετο εἰς τὸ δέκατον ὄγδοον σημεῖον ἀπὸ Ἀλεξανδρείας.