ἀφοῦ ἄλλωστε δὲν εἶχον τίποτε ἄλλο νὰ κάμουν, παρὰ νὰ ἀκούουν καὶ νὰ λέγουν διαφόρους νέας ἀντιλήψεις καὶ θεωρίας [2]· νομίζοντες δὲ τοὺς λόγους τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας ὡς περίεργα, ἐγέλων καὶ εἰρωνεύοντο τὸν θεῖον κήρυκα, κατονομάζοντες τοῦτον σπερμολόγον [3].
Προεκάλει δὲ εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τοιούτων ἀκροατῶν τὰς ἀντιδράσεις αὐτὰς ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ, διότι ἀπὸ αὐτούς, πού, ἑκουσίως, προορίζονται διὰ τὴν ἀπώλειαν, θεωρεῖται ὡς μωρία [4]· δὲν εἶναι δὲ ποτὲ δυνατὸν ψυχὴ πονηρὰ νὰ ἀνεχθῇ τὸ ὑψηλὸν μεγαλεῖον τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας καὶ γηράσασα τελείως εἰς τὴν πλάνην νὰ ἀπωθήσῃ τὸ ψεῦδος, μὲ τὸ ὁποῖον τὸν περισσότερον χρόνον ἔζησε μαζί, καὶ νὰ μάθῃ, μετὰ ταῦτα, τὴν ἀλήθειαν.
Ἄλλωστε ἡ δυσκολία, διὰ τὴν μεταστροφὴν τῆς τοιαύτης ψυχῆς, θίγει πράγματι τὰ ὅρια τοῦ ἀδυνάτου, ὅταν αὕτη ζῇ εἰς ἕνα κόσμον ὅπου ἡ ἀπάτη ἔχει πολλοὺς ἐπαινέτας, καὶ θεωρεῖται ὅτι κάτι εἶναι εἰς ἐκείνους ποὺ δυναμώνει τὸ ψεῦδος, καὶ πρᾶγμα, ποὺ εἶναι καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀκόμη φοβερώτερον, ὅταν θεωρῇ τὴν ἡδονὴν ὡς θεὸν καὶ τὴν τοποθετῇ ὡς σκοπὸν τῆς ζωῆς καὶ ὅταν, ἀκόμη, πρεσβεύῃ ὅτι ἡ ψυχὴ καταστρέφεται μαζὶ μὲ τὸ σῶμα, ἐφ’ ὅσον δὲν παραδέχεται ἐπιβίωσιν τῆς ψυχῆς μετὰ τὴν νέκρωσιν τοῦ σώματος· ὅλα αὐτά, ποὺ λέγω, ὡς γνωστόν, εἶναι κεφάλαια τῆς ἀνοησίας τῶν Ἐπικουρείων (διότι δὲν δύναμαι αὐτὰ τὰ πράγματα νὰ τὰ χαρακτηρίσω ὡς Φιλοσοφίαν).
Τοιουτοτρόπως, φρονούντων τῶν ἐν Ἀθήναις φιλοσόφων, καὶ σπαρασσόντων τὸν λὸγον καὶ διαστρεφόντων τὰς εὐθείας ὁδοὺς τοῦ Κυρίου, μόνον ἕνας μεταξὺ ὅλων τῶν ἄλλων εὑρέθη νὰ σωφρονῇ· ὁ Διονύσιος! Οὗτος πολὺ καλῶς ἐπέστησε τὴν προσοχήν του εἰς τὰ κηρυσσόμενα ὑπὸ τοῦ Παύλου καὶ δὲν διετέθη ψυχικῶς μὲ ὑπερηφάνειαν καὶ θράσος ἀπέναντι τοῦ κήρυκος, οὔτε πάλιν, ὅπως ἐκεῖνοι, ἐλογομάχει μὲ τὸν κήρυκα, ἐπὶ ψυχικῇ καταστροφῇ τῶν ἀκροατῶν, διότι δὲν ἐζήλευεν αὐτοὺς ποὺ ἦσαν πονηροί· ἀπεναντίας, ὅσα ἐκεῖνοι ἐχρησιμοποίουν ὡς ὅπλα ἀνομίας, αὐτὸς τὰ ἐχρησιμοποίησεν ὡς ὅπλα δικαιοσύνης· δι’ αὐτὸ ἀφοῦ παρέτρεξε τὸ φλυαρούμενον παρ’ ἐκείνων «ξενίζοντά τινα φέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν», χωρὶς κἂν νὰ ἐπιχειρήσῃ νὰ δικαιολογήσῃ μὲ τὴν λογικήν του τὰ ἀκουόμενα, ἔτρεχεν ὀπίσω ἀπὸ τὸν λόγον ὡς νὰ τοῦ ἦτο ἀπὸ πολὺν καιρὸν γνωστὸς καὶ ἀγαπητός.