Ἐὰν ἕνα ἐκ τῶν δύο λείψῃ, δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ κανεὶς τέλειος, οὔτε εὐτυχής, οὔτε θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ πείθῃ εὐκόλως εἰς τὸ ἀγαθὸν αὐτοὺς ποὺ θέλει, διότι τὸ πλέον ἀκατανίκητον ὅπλον διὰ νὰ πείθῃ κανεὶς τὸν ἄλλον εἶναι ἡ ἁρμονικὴ συζυγία εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ λόγου καὶ τῆς ἀρετῆς· τίποτε δὲ ἄλλο, ἐκτὸς τῆς συζυγίας αὐτῆς, δὲν ταιριάζει εἰς τὸν διδάσκαλον τῆς εὐσεβείας. Διότι αὐτοὶ ποὺ εἶναι γενναῖοι κατὰ τὸν λόγον, ἐφ’ ὅσον τὰ ἔργα των δὲν εἶναι σύμφωνα μὲ ὅσα λέγουν, ὅταν σπεύσωσι νὰ διδάξωσι τὸν ἄλλον, ματαιοπονοῦν· καὶ εἰς ὅσους μὲν δὲν εἶναι γνωστοὶ οἱ λόγοι των θεωροῦνται θαῦμα, λόγῳ τῆς ἐντέχνου κομψότητός των· εἰς ἐκείνους ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἐξήτασαν τὴν ζωήν των καὶ ἔμαθαν τὴν ἀλήθειαν, δὲν θεωροῦν θαῦμα τοὺς τοιούτους λόγους, ἀλλὰ γελοῦν πολύ, διότι ὁ τοιοῦτος ἐπιχειρεῖ νὰ τοὺς διδάξῃ πράγματα ἀντίθετα πρὸς ὅσα κάμνει· οἱ ἄνευ ἔργων ἀρετολόγοι ἐξυμνοῦν μὲν μὲ λόγους τὴν ἀρετήν, παντοιοτρόπως ὅμως τὴν καταδιώκουν καὶ τὴν ἐξορίζουν. Αὐτοὶ πάλιν ποὺ μετέρχονται ἐμπράκτως τὴν ἀρετήν, καὶ ἐὰν ἀκόμη δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ ἐγκωμιάσουν αὐτὴν διὰ λόγων, ἀναδεικνύονται διὰ τοῦ παραδείγματός των ὁδηγοὶ τῶν ἄλλων, ὠφελοῦντες τοιουτοτρόπως πνευματικῶς τοὺς ἑαυτούς των· εἶναι δὲ οὗτοι κατὰ πολὺ καλλίτεροι τῆς ἄλλης τάξεως, αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ περιορίζονται μόνον εἰς λόγους, χωρὶς νὰ ἀσκοῦν ἐμπράκτως τὴν ἀρετήν, καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν κατέβαλον εἰσέτι οὐδεμίαν ἀρχὴν πρὸς πραγματοποίησιν αὐτῆς.
Ἐκ τῶν πραγμάτων λοιπὸν καθίσταται φανερόν, ὅτι ἡ συζυγία μεταξὺ λόγων καὶ πράξεως δὲν εἶναι τυχαῖον πρᾶγμα, ἀλλὰ πάρα πολὺ ἀναγκαῖον· ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι ὁδηγὸς τῶν ἄλλων εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ προστάτης ψυχῶν, πρέπει νὰ συνδυάζῃ ἁρμονικῶς καὶ τὰς δύο ἱκανότητας τῆς πράξεως καὶ τοῦ λόγου. Αὐτὰς λοιπὸν τὰς δύο οὐσιώδεις προϋποθέσεις καὶ οὗτος, περὶ τοῦ ὁποίου ὁμιλοῦμεν, περισσότερον παντὸς ἄλλου εἶχε καὶ ἀφοῦ προηγουμένως καλῶς ἐγένετο κυρίαρχος τοῦ ἑαυτοῦ του, διὰ τῆς ἀσκήσεως ἐφ’ ἑαυτοῦ αὐστηροῦ ἐλέγχου καὶ ἐπιμόνου προσπαθείας, ἀνεδείχθη ἱκανὸς νὰ κατευθύνῃ καὶ τοὺς ἄλλους πρὸς τὸ καλλίτερον. Διότι εἶναι γνώρισμα ἀρίστης καὶ ἐπωφελεστάτης τάξεως τὸ νὰ λαμβάνῃ κανεὶς τὴν δύναμιν νὰ καθαίρῃ τοὺς ἄλλους, ἀπὸ τὸν ἐπίμονον αὐτοκαθαρμόν του, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ μὴ αὐτοθερμαντικὰ σώματα, θερμαίνονται ἀφοῦ προηγουμένως, διὰ μεταγγίσεως, δεχθοῦν τὴν φύσιν τοῦ πυρός. Κατόπιν τῆς προπαρασκευῆς αὐτῆς καὶ τῆς πνευματικῆς ἀνατάσεως, ὁ μακάριος Διονύσιος ἀναδεικνύεται Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν.