Λόγος εἰς τὸν Μέγαν Ἱεράρχην ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ τὸν Ἀρεοπαγίτην, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β’ τοῦ Κυπρίου Πατριάρχου Κων/πόλεως.

Ἐὰν ἕνα ἐκ τῶν δύο λείψῃ, δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ κανεὶς τέλειος, οὔτε εὐτυχής, οὔτε θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ πείθῃ εὐκόλως εἰς τὸ ἀγαθὸν αὐτοὺς ποὺ θέλει, διότι τὸ πλέον ἀκατανίκητον ὅπλον διὰ νὰ πείθῃ κανεὶς τὸν ἄλλον εἶναι ἡ ἁρμονικὴ συζυγία εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ λόγου καὶ τῆς ἀρετῆς· τίποτε δὲ ἄλλο, ἐκτὸς τῆς συζυγίας αὐτῆς, δὲν ταιριάζει εἰς τὸν διδάσκαλον τῆς εὐσεβείας. Διότι αὐτοὶ ποὺ εἶναι γενναῖοι κατὰ τὸν λόγον, ἐφ’ ὅσον τὰ ἔργα των δὲν εἶναι σύμφωνα μὲ ὅσα λέγουν, ὅταν σπεύσωσι νὰ διδάξωσι τὸν ἄλλον, ματαιοπονοῦν· καὶ εἰς ὅσους μὲν δὲν εἶναι γνωστοὶ οἱ λόγοι των θεωροῦνται θαῦμα, λόγῳ τῆς ἐντέχνου κομψότητός των· εἰς ἐκείνους ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἐξήτασαν τὴν ζωήν των καὶ ἔμαθαν τὴν ἀλήθειαν, δὲν θεωροῦν θαῦμα τοὺς τοιούτους λόγους, ἀλλὰ γελοῦν πολύ, διότι ὁ τοιοῦτος ἐπιχειρεῖ νὰ τοὺς διδάξῃ πράγματα ἀντίθετα πρὸς ὅσα κάμνει· οἱ ἄνευ ἔργων ἀρετολόγοι ἐξυμνοῦν μὲν μὲ λόγους τὴν ἀρετήν, παντοιοτρόπως ὅμως τὴν καταδιώκουν καὶ τὴν ἐξορίζουν. Αὐτοὶ πάλιν ποὺ μετέρχονται ἐμπράκτως τὴν ἀρετήν, καὶ ἐὰν ἀκόμη δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ ἐγκωμιάσουν αὐτὴν διὰ λόγων, ἀναδεικνύονται διὰ τοῦ παραδείγματός των ὁδηγοὶ τῶν ἄλλων, ὠφελοῦντες τοιουτοτρόπως πνευματικῶς τοὺς ἑαυτούς των· εἶναι δὲ οὗτοι κατὰ πολὺ καλλίτεροι τῆς ἄλλης τάξεως, αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ περιορίζονται μόνον εἰς λόγους, χωρὶς νὰ ἀσκοῦν ἐμπράκτως τὴν ἀρετήν, καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν κατέβαλον εἰσέτι οὐδεμίαν ἀρχὴν πρὸς πραγματοποίησιν αὐτῆς.

Ἐκ τῶν πραγμάτων λοιπὸν καθίσταται φανερόν, ὅτι ἡ συζυγία μεταξὺ λόγων καὶ πράξεως δὲν εἶναι τυχαῖον πρᾶγμα, ἀλλὰ πάρα πολὺ ἀναγκαῖον· ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι ὁδηγὸς τῶν ἄλλων εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ προστάτης ψυχῶν, πρέπει νὰ συνδυάζῃ ἁρμονικῶς καὶ τὰς δύο ἱκανότητας τῆς πράξεως καὶ τοῦ λόγου. Αὐτὰς λοιπὸν τὰς δύο οὐσιώδεις προϋποθέσεις καὶ οὗτος, περὶ τοῦ ὁποίου ὁμιλοῦμεν, περισσότερον παντὸς ἄλλου εἶχε καὶ ἀφοῦ προηγουμένως καλῶς ἐγένετο κυρίαρχος τοῦ ἑαυτοῦ του, διὰ τῆς ἀσκήσεως ἐφ’ ἑαυτοῦ αὐστηροῦ ἐλέγχου καὶ ἐπιμόνου προσπαθείας, ἀνεδείχθη ἱκανὸς νὰ κατευθύνῃ καὶ τοὺς ἄλλους πρὸς τὸ καλλίτερον. Διότι εἶναι γνώρισμα ἀρίστης καὶ ἐπωφελεστάτης τάξεως τὸ νὰ λαμβάνῃ κανεὶς τὴν δύναμιν νὰ καθαίρῃ τοὺς ἄλλους, ἀπὸ τὸν ἐπίμονον αὐτοκαθαρμόν του, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ μὴ αὐτοθερμαντικὰ σώματα, θερμαίνονται ἀφοῦ προηγουμένως, διὰ μεταγγίσεως, δεχθοῦν τὴν φύσιν τοῦ πυρός. Κατόπιν τῆς προπαρασκευῆς αὐτῆς καὶ τῆς πνευματικῆς ἀνατάσεως, ὁ μακάριος Διονύσιος ἀναδεικνύεται Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ ῥήτωρ ἐννοεῖ τὰ πνευματικὰ καὶ μυσταγωγικὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου· «Περὶ Οὐρανίας Ἱεραρχίας», «Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας», «Περὶ Θείων Ὀνομάτων», «Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας».

[2] «Εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον» (Πράξ. ιζʹ 21).

[3] «Τί ἂν θέλῃ ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν» (Πράξ. ιζʹ 18).

[4] «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί» (Αʹ Κορ. αʹ 18).

[5] Γάδειρα εἶναι ὁ νῦν Κάδιξ τῆς νοτίου Ἱσπανίας πλησίον τοῦ πορθμοῦ τοῦ Γιβραλτὰρ ἐπὶ τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Τότε αὕτη ἦτο νῆσος, μικρὸν ἀπέχουσα τῆς ξηρᾶς, μετὰ τῆς ὁποίας εἶναι ἤδη ἡνωμένη διὰ προσχώσεων. Ἐθεωρεῖτο ἀκραῖον, πρὸς τὴν δύσιν σημεῖον, τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου.

[6] Μαιώτιδα λίμνην ὠνόμαζον τότε τὴν Ἀζοφικὴν θάλασσαν. Αὕτη εἶναι κλειστὴ θάλασσα ὁμοιάζουσα μὲ λίμνην, ἀφοῦ διὰ μόνου τοῦ πορθμοῦ τοῦ Κὲρτς ἐπικοινωνεῖ μετὰ τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Εἶναι ἡ βορειοτέρα διείσδυσις τοῦ Εὐξείνου Πόντου εἰς τὴν Οὐκρανικὴν Ρωσίαν, φρασσομένη πρὸς Νότον ὑπὸ τῆς Κριμαϊκῆς χερσονήσου, ἥτις καὶ Ταυρικὴ ὀνομάζεται.

[7] Ἡ λέξις ἁπλότης τίθεται ἐνταῦθα μὲ φιλοσοφικὴν σημασίαν, ἐκφράζουσα τὴν ἔννοιαν μὴ μεριζομένης ἢ διαιρουμένης καταστάσεως.

[8] Ὁ θεῖος Γρηγόριος ἐννοεῖ ἐνταῦθα τὰ ἑπτὰ πνεύματα περὶ ὧν ὁμιλεῖ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας λέγων· «Καὶ ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται· καὶ ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτὸν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας· ἐμπλήσει αὐτὸν πνεῦμα φόβου Θεοῦ» (Ἡσ. ιαʹ 1-3).

[9] «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. ιζʹ 28).

[10] Περὶ τῆς ἐνταῦθα ἀναφερομένης ὁράσεως τοῦ Κάρπου βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, σελ. 65 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου. Λέγει δὲ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὁ Κάρπος οὗτος εἶναι ὁ ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν κϛʹ (26ην) Μαΐου (βλέπε ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[11] «Εἰρηνεύτε ἐν ἀλλήλοις» (Μάρκ. θʹ 50), «Μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβʹ 18), «Εἰρηνεύετε ἐν ἑαυτοῖς» (Αʹ Θεσσ. εʹ 13).

[12] Τὸ μεγάλον πρόβλημα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγῳδίας, περὶ ἧς μνημονεύει ἐνταῦθα ὁ ἱερὸς Γρηγόριος, ὑπῆρξε διατὶ νὰ ὑποφέρῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ μάλιστα ὁ καλός.

[13] Πρόκειται περὶ τῆς περιφήμου πόλεως τῶν Παρισίων, πρωτευούσης νῦν τῆς Γαλλίας, κληθείσης οὕτω, διότι ἐκτίσθη ἀπὸ τὴν φυλὴν τῶν Παρισίων κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος (100-44 π.Χ.). Κεῖται εἰς τὸ κέντρον τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Παρισίων καὶ ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ὀχθῶν τοῦ ποταμοῦ Σηκουάνα.

[14] Σημειοῦμεν περὶ Γαδείρων ἐν σελ. 79, προσθέτομεν δὲ ἐνταῦθα, ὅτι τὸ ἔξω τῶν Γαδείρων πέλαγος εἶναι ὁ Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός, ὅστις καθὸ ἄγνωστος ἦτο φοβερὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δι’ αὐτὸ καὶ τὸ νὰ ἀνοιχθῇ κανεὶς ἔξω τῶν Γαδείρων ἐθεωρεῖτο παραφροσύνη.

[15] Πρόκλος· Νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος ἀκμάσας κατὰ τὸ 410-485 μ.Χ., ἐκ τῶν τελευταίων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ἐφρόνει συγγενῶς μετὰ τῶν Χριστιανῶν, ἰδίως περὶ τοῦ Θεοῦ.

[16] Τῖτος· αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων (79-81 μ.Χ.).

[17] Δομετιανός· ἀδελφὸς καὶ διάδοχος τοῦ Τίτου (81-96 μ.Χ.).

[18] Κηρύκειον· σύμβολον τοῦ Ἑρμοῦ, χρησιμοποιούμενον ὡς ὄργανον ἐκφράσεως εἰρηνικῶν καὶ διαλλακτικῶν διαθέσεων.

[19] «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ιϛʹ 17).

[20] «Ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα» (Βʹ Κορ. ιβʹ 4).