Ποῖα δὲ εἶναι αὐτά; Ὅτι τὰ ζιζάνια τοῦ πονηροῦ, δηλαδὴ αἱ παντοῖαι αἱρέσεις, ποὺ παρεισέφρησαν μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἰς τὸν σῖτον τῆς Ὀρθοδοξίας, (καὶ μάλιστα ὄχι εἰς ἕνα χρόνον μέσα, ἀλλ’ εἰς διαφόρους χρόνους, ἐπειδὴ ὁ σπορεὺς τοῦ κακοῦ δὲν ἐξετόξευσε διὰ μιᾶς τὴν κακουργίαν του, ἢ διότι ἐφοβήθη τὴν ἀπόπειραν ἀθρόας καταργήσεως τῆς εὐσεβείας, ἢ διότι ἀδυνατοῦσε νὰ ἐξεύρῃ ὅλας συγχρόνως τὰς αἱρέσεις, πρᾶγμα μὲ τὸ ὁποῖον καὶ ἐγὼ μᾶλλον συμφωνῶ, ἐπειδὴ βεβαίως δὲν συλλαμβάνει πλέον τὴν πραγματικότητα ἀμερίστως, νοῶν αὐτὴν ἐν τῷ συνόλῳ της ἀδιαιρέτως ὡς ἀποβαλὼν τὸ θεοειδὲς τῶν νόων, καὶ ὡς ἐπὶ πολὺ τῆς ἁπλότητος [7] ἀπομακρυνθείς).
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ ζιζάνια τοῦ πονηροῦ, τὰς αἱρέσεις, καίτοι ἀκόμη δὲν εἶχον ἐκδηλωθῆ, ἐν τούτοις αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνῃ ὡς νὰ τὸ ἔβγαζε εἰς τὴν δημοσιότητα ἐκ τῶν προτέρων, ἤρχισε νὰ τὸ ἀνατρέπῃ, πάρα πολὺ σοφῶς, καὶ κατὰ τρόπον ἄξιον τοῦ ἑαυτοῦ του, ὄχι μόνον ἐκβάλλων τὸν καταβληθέντα καὶ ριζωθέντα σπόρον τοῦ πονηροῦ καὶ καταστρέφων αὐτόν, πρᾶγμα ποὺ ἀπετέλεσεν ἔργον τῶν μετέπειτα διδασκάλων, ἀλλὰ οὔτε κἂν τὴν ἀρχὴν ἐπιτρέπων εἰς τὸν πονηρόν, ἤτοι τὴν ἀπόπειραν καταβολῆς τῶν ζιζανίων. Τοιουτοτρόπως ὁ Διονύσιος ἐπλούτει εἰς σύνεσιν καὶ ἐπιστήμην, καθάρας πρῶτον τὸν ἑαυτόν του, ὥστε νὰ εἶναι δεκτικὸς θείας δυνάμεως, καὶ καταστήσας αὐτὸν ναὸν Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον οἱ θησαυροὶ τῆς γνώσεως καὶ τῆς σοφίας, καὶ ὡς τολμῶ νὰ εἴπω, ἐξ αἰτίας τῆς καθάρσεως αὐτῆς, καὶ τὰ ἑπτὰ πνεύματα [8], τὰ ὁποῖα προεφητεύθησαν διὰ τὸν Σωτῆρα Χριστόν, ἐπανεπαύθησαν καὶ εἰς αὐτόν. Ἐπειδὴ ὁ λόγος θεωρεῖ ὡς Χριστοὺς καὶ συγκληρονόμους Χριστοῦ αὐτοὺς ποὺ ἀνεγεννήθησαν κατὰ Χριστὸν καὶ κατηξιώθησαν τῆς υἱοθεσίας, δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Διονύσιος διὰ τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτῷ πνεύματος ἐτύπωσε τὸ ἡγεμονικὸν καὶ ἔβλεπε προφητικῶς καὶ ἐπεκοινώνει νοερῶς μὲ τὰ μέλλοντα νὰ συμβῶσιν.
Ἀλλ’ αὐτὰ ὅλα ὅσα ἀνέφερα εἶναι μέτριαι ἀποδείξεις τῆς φιλοσοφικῆς του καταρτίσεως καὶ τῆς πρὸς θεωρίαν ἱκανότητος του· πρέπει τώρα νὰ ἐνθυμηθῶμεν ἐπ’ ὀλίγον τῆς πρακτικῆς του μορφώσεως, τῆς συμπεριφορᾶς του δηλαδή, ὥστε νὰ ἔχωμεν ὁλοκληρωμένην τὴν εἰκόνα τῆς τελειότητός του, ἐπειδὴ οὔτε κατὰ τὴν πρᾶξιν ὑστέρει.