Λόγος εἰς τὸν Μέγαν Ἱεράρχην ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ τὸν Ἀρεοπαγίτην, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β’ τοῦ Κυπρίου Πατριάρχου Κων/πόλεως.

ὅλων δὲ αὐτῶν τῶν ἀποδεικτικῶν μέσων καὶ συλλογισμῶν περίληψις καὶ συμπέρασμα ἦτο ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, θεωρούμενος εἰς τρεῖς ὑττοστάσεις· μία δὲ ἀρχὴ καὶ αἰτία τοῦ παντὸς αὐτὸς ὁ Θεός, ὅστις ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἐδημιούργησε πᾶσαν ὕπαρξιν, εἴτε τὴν αἰσθητήν, εἴτε τὴν ὑπὲρ αἴσθησιν, προσδώσας εἰς αὐτὴν μορφὴν καὶ ὑπόστασιν καὶ κινήσας αὐτήν, ὥστε νὰ ὑπάρχῃ· μετὰ δὲ τὴν δημιουργίαν προνοεῖ ἀδιαλείπτως διὰ τὸ δημιουργικόν του ἔργον, ὥστε τίποτε νὰ μὴ παραμένῃ ἔξω τῆς προνοίας καὶ οὐδόλως νὰ ἐκπίπτῃ.

Διότι τὸ νὰ ἐνυπάρχῃ ὁ Θεὸς εἰς ὅλα καὶ νὰ περιλαμβάνῃ ὅλα [9], ὅπως ἀκριβῶς τὸ πῦρ ἐνυπάρχει εἰς μίαν πυρακτωθεῖσαν χάλκινην ἢ σιδηρᾶν σφαῖραν, διὰ νὰ μεταχειρισθῶμεν ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν καθημερινὴν ζωὴν προκειμένου νὰ κατανοήσωμεν τὰ ὑπὲρ αἴσθησιν, δὲν ἐμποδίζεται οὔτε ἀπὸ τὸν χρόνον, οὔτε ἀπὸ τὸν τόπον, οὔτε ἀπὸ τίποτε ἐκ τῶν διαφόρων ὄντων καὶ ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν γύρω ἀπὸ τὰ ὄντα· αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι τελείως ἀναμφισβήτητος καὶ αὐτοφανής, ἐξαγομένη ἐκ τῶν ὑποθέσεων, ποὺ ἐσχηματίσαμεν. Οὐδεμία δὲ ἀντιλογία χωρεῖ εἰς αὐτό διότι κανεὶς δὲν θὰ εὑρίσκετο, ποὺ θὰ προτιμοῦσε νὰ ἀπαρνηθῇ τὰ ὁλοφάνερα, ἐὰν δὲν ἦτο ἀπὸ χαρακτῆρος φιλόνεικος καὶ ἐραστὴς τῆς ἀνθρωπίνης δόξης. Ὁ τοιοῦτος ἐντρεπόμενος τοὺς ἀνθρώπους δὲν μετατίθεται εἰς τὴν ἀλήθειαν προτιμῶν νὰ παραμένῃ δοῦλος εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν καὶ ἀναίσχυντα ἐφαρμόζει τὴν παροιμίαν «μὲ γυμνὸ τὸ κεφάλι προχωρεῖ νὰ ὁρκισθῇ εἰς τὴν ἀλήθειαν». Καὶ εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν τελείως ἄπιστοι, συμπεριεφέρετο μὲ τὸν ἀκόλουθον τρόπον ὁ σοφὸς θεραπευτὴς καὶ ἱκανὸς οἰκονόμος τῶν ψυχῶν· ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα φάρμακα μετεχειρίζετο καὶ δεήσεις πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ τοὺς φωτίσῃ ὁ Θεός, καὶ ἀγρυπνίας, καὶ νηστείας, καὶ σωματικὰς ταλαιπωρίας, διὰ τῶν ὁποίων βλέπομεν, ὅτι κάμπτεται ὁ Θεός, μέχρις ὅτου ὁ Θεὸς στείλῃ τὸ ἔλεός του καὶ αὐτῶν μὲν τὰς ψυχὰς καταστήσῃ ἐπιδεκτικὰς πρὸς εὐσέβειαν, αὐτὸν δὲ ἐνισχύσῃ μὲ τὴν δύναμίν του, ὥστε νὰ δύναται νὰ τὴν διοχετεύῃ καὶ εἰς αὐτούς. Ἐπειδὴ πλέον μετὰ ἀπὸ ἐκεῖ, ἀπὸ τὸν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ φωτισμόν, τὸ πᾶν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην δραστηριότητα· εἰς τοὺς διδασκάλους ἀπόκειται ἡ δραστηριότης νὰ πείθουν καὶ εἰς τοὺς διδασκομένους ἡ ἑκουσία δυνατότης νὰ πείθωνται καὶ μὲ ἕνα λόγον ὅλη ἡ δύναμις πρὸς τὸ καλὸν ἢ πρὸς τὸ κακόν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ ῥήτωρ ἐννοεῖ τὰ πνευματικὰ καὶ μυσταγωγικὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου· «Περὶ Οὐρανίας Ἱεραρχίας», «Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας», «Περὶ Θείων Ὀνομάτων», «Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας».

[2] «Εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον» (Πράξ. ιζʹ 21).

[3] «Τί ἂν θέλῃ ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν» (Πράξ. ιζʹ 18).

[4] «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί» (Αʹ Κορ. αʹ 18).

[5] Γάδειρα εἶναι ὁ νῦν Κάδιξ τῆς νοτίου Ἱσπανίας πλησίον τοῦ πορθμοῦ τοῦ Γιβραλτὰρ ἐπὶ τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Τότε αὕτη ἦτο νῆσος, μικρὸν ἀπέχουσα τῆς ξηρᾶς, μετὰ τῆς ὁποίας εἶναι ἤδη ἡνωμένη διὰ προσχώσεων. Ἐθεωρεῖτο ἀκραῖον, πρὸς τὴν δύσιν σημεῖον, τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου.

[6] Μαιώτιδα λίμνην ὠνόμαζον τότε τὴν Ἀζοφικὴν θάλασσαν. Αὕτη εἶναι κλειστὴ θάλασσα ὁμοιάζουσα μὲ λίμνην, ἀφοῦ διὰ μόνου τοῦ πορθμοῦ τοῦ Κὲρτς ἐπικοινωνεῖ μετὰ τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Εἶναι ἡ βορειοτέρα διείσδυσις τοῦ Εὐξείνου Πόντου εἰς τὴν Οὐκρανικὴν Ρωσίαν, φρασσομένη πρὸς Νότον ὑπὸ τῆς Κριμαϊκῆς χερσονήσου, ἥτις καὶ Ταυρικὴ ὀνομάζεται.

[7] Ἡ λέξις ἁπλότης τίθεται ἐνταῦθα μὲ φιλοσοφικὴν σημασίαν, ἐκφράζουσα τὴν ἔννοιαν μὴ μεριζομένης ἢ διαιρουμένης καταστάσεως.

[8] Ὁ θεῖος Γρηγόριος ἐννοεῖ ἐνταῦθα τὰ ἑπτὰ πνεύματα περὶ ὧν ὁμιλεῖ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας λέγων· «Καὶ ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται· καὶ ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτὸν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας· ἐμπλήσει αὐτὸν πνεῦμα φόβου Θεοῦ» (Ἡσ. ιαʹ 1-3).

[9] «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. ιζʹ 28).

[10] Περὶ τῆς ἐνταῦθα ἀναφερομένης ὁράσεως τοῦ Κάρπου βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, σελ. 65 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου. Λέγει δὲ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὁ Κάρπος οὗτος εἶναι ὁ ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν κϛʹ (26ην) Μαΐου (βλέπε ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[11] «Εἰρηνεύτε ἐν ἀλλήλοις» (Μάρκ. θʹ 50), «Μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβʹ 18), «Εἰρηνεύετε ἐν ἑαυτοῖς» (Αʹ Θεσσ. εʹ 13).

[12] Τὸ μεγάλον πρόβλημα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγῳδίας, περὶ ἧς μνημονεύει ἐνταῦθα ὁ ἱερὸς Γρηγόριος, ὑπῆρξε διατὶ νὰ ὑποφέρῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ μάλιστα ὁ καλός.

[13] Πρόκειται περὶ τῆς περιφήμου πόλεως τῶν Παρισίων, πρωτευούσης νῦν τῆς Γαλλίας, κληθείσης οὕτω, διότι ἐκτίσθη ἀπὸ τὴν φυλὴν τῶν Παρισίων κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος (100-44 π.Χ.). Κεῖται εἰς τὸ κέντρον τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Παρισίων καὶ ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ὀχθῶν τοῦ ποταμοῦ Σηκουάνα.

[14] Σημειοῦμεν περὶ Γαδείρων ἐν σελ. 79, προσθέτομεν δὲ ἐνταῦθα, ὅτι τὸ ἔξω τῶν Γαδείρων πέλαγος εἶναι ὁ Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός, ὅστις καθὸ ἄγνωστος ἦτο φοβερὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δι’ αὐτὸ καὶ τὸ νὰ ἀνοιχθῇ κανεὶς ἔξω τῶν Γαδείρων ἐθεωρεῖτο παραφροσύνη.

[15] Πρόκλος· Νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος ἀκμάσας κατὰ τὸ 410-485 μ.Χ., ἐκ τῶν τελευταίων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ἐφρόνει συγγενῶς μετὰ τῶν Χριστιανῶν, ἰδίως περὶ τοῦ Θεοῦ.

[16] Τῖτος· αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων (79-81 μ.Χ.).

[17] Δομετιανός· ἀδελφὸς καὶ διάδοχος τοῦ Τίτου (81-96 μ.Χ.).

[18] Κηρύκειον· σύμβολον τοῦ Ἑρμοῦ, χρησιμοποιούμενον ὡς ὄργανον ἐκφράσεως εἰρηνικῶν καὶ διαλλακτικῶν διαθέσεων.

[19] «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ιϛʹ 17).

[20] «Ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα» (Βʹ Κορ. ιβʹ 4).