Ἐκτὸς δὲ ὅλων αὐτῶν διὰ τῶν ὁποίων ἐδίδασκε καὶ συνεβούλευεν ὁ μακάριος Διονύσιος καὶ τῶν διαφόρων παραδειγμάτων, διὰ τῶν ὁποίων ἐβεβαίωνε τὴν ἀλήθειαν τῶν λόγων του, ἔδιδεν ἀκόμη καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του ὡς παράδειγμα ὑπομονῆς καὶ καρτερίας, μετερχόμενος ἐμπράκτως ὅσα διὰ τοῦ λόγου ἐθαύμαζε. Καὶ πρόσεξε ἀπὸ ἕνα σημεῖον νὰ ἀντιληφθῇς τὴν ἀξίαν τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἔχῃς οὐδεμίαν ἀντίρρησιν. Ἀμέσως μόλις προσῆλθεν εἰς τὸν Χριστόν, περιεφρόνησεν ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, προετίμησε τὴν πτωχείαν ἀντὶ τοῦ πλούτου, τὴν κατὰ τὴν κρίσιν τῶν ἀνθρώπων ἀτιμίαν ἀντὶ τῆς φαινομενικῆς δόξης, καὶ ἐθεώρησε ὅλας τὰς ἡδονὰς ὡς τὴν τελευταίαν πικρίαν. Ἐχλευάζετο ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων (πολλοὶ πράγματι τοῦ συμπεριεφέροντο κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον), ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Ἀπολλοφάνης τὸν περιέπαιζε, ὁ ἄλλοτε συμφοιτητὴς καὶ φίλος του καὶ ὅμως διὰ τοὺς χλευασμοὺς αὐτοὺς δὲν ἀγανακτοῦσε, οὔτε ἀηδίαζε, ἀλλ’ ὑπέμενε μὲ γενναιότητα, καὶ μετ’ εἰλικρινοῦς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐσήκωνε τοὺς διαφόρους πειρασμούς, διότι εἶχε προετοιμασθῆ, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, νὰ ὑπομένῃ μέχρι θανάτου, ἐπειδὴ εἶχε πεισθῆ, ὅτι αἱ δόξαι τοῦ κόσμου τούτου εἶναι μικραὶ καὶ περιφρονητέαι καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ νήπια, ἀλλὰ καὶ τὰ παθήματα πάλιν τῆς παρούσης ζωῆς δὲν εἶναι τίποτε πρὸς τὴν μέλλουσαν νὰ ἀποκαλυφθῇ εἰς ἡμᾶς δόξαν.
Ἐπίσης ὁ Διονύσιος ὑπεστήριζε, καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ τοὺς ἄλλους, ὅτι ὅλαι αἱ θλίψεις, ὅλαι αἱ ἐπήρειαι, ὅλαι αἱ ἐπαναστάσεις τῶν συμφορῶν, ἀπὸ ὁπουδήποτε καὶ ἐὰν προέρχωνται, ἐπισυμβαίνουν ἓνεκα δύο ὠφελιμωτάτων σκοπῶν· ἢ ἕνεκα πυρώσεως, τῆς διαθέσεως ἡμῶν πρὸς τὸ καλόν, δηλαδὴ δοκιμασίας, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὰ πάθη τοῦ μακαρίου Ἰώβ, καὶ ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπιβεβαιώνει λέγων· «οἴει δέ με λέγων ἄλλως σοι κεχρηματικέναι, ἢ ἵνα ἀναφανῇς δίκαιος;» (Ἰὼβ μ’ 3), ὁπόταν ἀκολουθεῖ τὴν τοιαύτην δοκιμασίαν ἡ μεγαλυτέρα εὐεργεσία καὶ ἡ ἀπόλαυσις τῶν τελειοτέρων ἀγαθῶν· ἢ πρὸς ἀπαλλαγὴν ἐξ ἁμαρτιῶν καὶ ψυχικὴν κάθαρσιν. Τὴν δευτέραν αὐτὴν ἄποψιν φανερώνει ὁ Μέγας Παῦλος, ὅστις παρέδωσε τὸν πορνεύοντα τῆς Κορίνθου εἰς τὸν Σατανᾶν, διὰ νὰ τιμωρηθῇ κατὰ τὴν σάρκα, ὥστε νὰ μὴ δεχθῇ τὸ πνεῦμα του αἰωνίαν τιμωρίαν.