Λόγος εἰς τὸν Μέγαν Ἱεράρχην ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ τὸν Ἀρεοπαγίτην, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β’ τοῦ Κυπρίου Πατριάρχου Κων/πόλεως.

Ὠνόμαζε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν ὡς ἐκδικητὴν τῆς ἁμαρτίας, ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦντα, αὐτοεχαρακτηρίζετο ὡς Ἠλίας καὶ Φινεές, ἀποπνέοντα πολὺν τὸν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ζῆλον καὶ ἀκριβολόγον φύλακα τῶν ἱερῶν.

Εὐθὺς ὡς ἐπληροφορήθη αὐτὰ ὁ Διονύσιος αἰσθάνεται πόνον εἰς τὴν ψυχήν του· καὶ πῶς νὰ μὴ αἰσθανθῇ πόνον ἀπὸ μίαν τοιαύτην ἀπερίσκεπτον συμπεριφοράν; Ἡ πρώτη του ἀπόφασις ἦτο νὰ συμπεριφερθῇ μὲ αὐστηρότητα ἀπέναντι τοῦ τολμητίου· νικᾶται ὅμως καὶ ἐδῶ ἀπὸ τὴν καλωσύνην του. Πλὴν ὅμως, ἐπειδὴ ἦτο καιρὸς ὄχι ἄλλου, ἀλλὰ μόνον τοιούτου φαρμάκου, καὶ ἔπρεπε, σύμφωνα μὲ τὴν παροιμίαν «ὁ πάσσαλος μόνον μὲ πάσσαλον βγαίνει», νὰ χρησιμοποιήσῃ αὐστηρότητα ἐναντίον τῆς ἀνοησίας, καὶ ἁλάτι, ὄχι καταπραϋντικὸν ἔλαιον, ἐπάνω εἰς τὸ πονηρὸν οἴδημα (πρήξιμον) τῆς ψυχῆς, καὶ τὴν σάπια πληγὴ νὰ ἐξαφανίσῃ μὲ καυτὸ σίδερο, διὰ νὰ μὴ καταστῇ ἀθάνατον τὸ κακόν, ὁπόταν μὲ τίποτε δὲν θὰ ἀνακόπτεται καὶ νὰ μὴ παραμείνῃ θρασὺς ὁ Δημόφιλος, ἀλλὰ καὶ ὅποιος σκέπτεται, ὅπως ὁ Δημόφιλος, νεανικῶς ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει. Διότι ἐὰν ἡ ἠπιότης τοῦ χαρακτῆρος εἶναι τὸ πλέον ἐκλεκτὸν προτέρημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐκεῖνο ποὺ πρὸ παντὸς ταιριάζει εἰς τὴν ψυχήν, δὲν συνιστᾶται ὅμως, ὡς τρόπος συμπεριφορᾶς, ἀδιακρίτως πρὸς ὅλους, οὔτε πάντοτε ἠμπορεῖ νὰ χρησιμοποιῆται, ἐπειδὴ ἔχομεν πλασθῆ τοιουτοτρόπως ἐκ φύσεως, ὥστε νὰ μὴ σωφρονιζώμεθα ὅλοι μὲ τὰ ἴδια μέσα, ἀλλ’ ἄλλοι μὲ τὰ μέν, ἄλλοι μὲ τὰ δέ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς δὲν θεραπεύονται μὲ τὰ ἴδια φάρμακα.

Καὶ πῶς λοιπὸν τὸ κατορθώνει αὐτό; Ἐδῶ παρατηρήσατε καὶ θαυμάσατε σοφίαν ἀνδρός, ἀξίου τῆς διακονίας τοῦ Εὐαγγελίου· ἐφ᾽ ὅσον μὲν εἶχε τὴν εὐχέρειαν νὰ παραθέτῃ εἰς τὴν ἐπιστολὴν προσωπικάς του ἀπόψεις ἐχρησιμοποίει τὸν ἀτομικόν του τύπον, τὸν συνιστάμενον ἀπὸ καλωσύνην καὶ μετριοπάθειαν, διὰ νὰ μὴ προκαλέσῃ δυσάρεστα συναισθήματα εἰς τὸν ὑπὸ τοῦ διαβόλου πολεμηθέντα· ὅταν ὅμως παρίστατο ἀνάγκη, διὰ τὸν ἔλεγχον τοῦ σφάλματος, νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν αὐστηρότητα καὶ τὸ πικράζον, ἀντέγραφεν ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς αὐτούσια τὰ χωρία, ὅσα ἦτο δυνατὸν νὰ φοβίσουν ἐκείνην τὴν ἀναιδεστάτην καὶ ἀγρίαν ψυχήν. Εἰς τὸ τέλος δὲ ὅλων αὐτῶν τῶν αὐστηρῶν περικοπῶν καὶ χωρίων, ἀναφέρει καὶ τὸ θαυμάσιον καὶ φοβερὸν πράγματι ὅραμα τοῦ Κάρπου [10], τὸ ὁποῖον εἶδεν ἐκεῖνος καὶ τὸ ἤκουσεν ὁ Διονύσιος διηγούμενον ἀπὸ τὸν ἴδιον, καὶ τὸ ὑπενθύμισεν ἐπικαίρως εἰς τὸν Δημόφιλον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ ῥήτωρ ἐννοεῖ τὰ πνευματικὰ καὶ μυσταγωγικὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου· «Περὶ Οὐρανίας Ἱεραρχίας», «Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας», «Περὶ Θείων Ὀνομάτων», «Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας».

[2] «Εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον» (Πράξ. ιζʹ 21).

[3] «Τί ἂν θέλῃ ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν» (Πράξ. ιζʹ 18).

[4] «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί» (Αʹ Κορ. αʹ 18).

[5] Γάδειρα εἶναι ὁ νῦν Κάδιξ τῆς νοτίου Ἱσπανίας πλησίον τοῦ πορθμοῦ τοῦ Γιβραλτὰρ ἐπὶ τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Τότε αὕτη ἦτο νῆσος, μικρὸν ἀπέχουσα τῆς ξηρᾶς, μετὰ τῆς ὁποίας εἶναι ἤδη ἡνωμένη διὰ προσχώσεων. Ἐθεωρεῖτο ἀκραῖον, πρὸς τὴν δύσιν σημεῖον, τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου.

[6] Μαιώτιδα λίμνην ὠνόμαζον τότε τὴν Ἀζοφικὴν θάλασσαν. Αὕτη εἶναι κλειστὴ θάλασσα ὁμοιάζουσα μὲ λίμνην, ἀφοῦ διὰ μόνου τοῦ πορθμοῦ τοῦ Κὲρτς ἐπικοινωνεῖ μετὰ τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Εἶναι ἡ βορειοτέρα διείσδυσις τοῦ Εὐξείνου Πόντου εἰς τὴν Οὐκρανικὴν Ρωσίαν, φρασσομένη πρὸς Νότον ὑπὸ τῆς Κριμαϊκῆς χερσονήσου, ἥτις καὶ Ταυρικὴ ὀνομάζεται.

[7] Ἡ λέξις ἁπλότης τίθεται ἐνταῦθα μὲ φιλοσοφικὴν σημασίαν, ἐκφράζουσα τὴν ἔννοιαν μὴ μεριζομένης ἢ διαιρουμένης καταστάσεως.

[8] Ὁ θεῖος Γρηγόριος ἐννοεῖ ἐνταῦθα τὰ ἑπτὰ πνεύματα περὶ ὧν ὁμιλεῖ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας λέγων· «Καὶ ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται· καὶ ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτὸν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας· ἐμπλήσει αὐτὸν πνεῦμα φόβου Θεοῦ» (Ἡσ. ιαʹ 1-3).

[9] «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. ιζʹ 28).

[10] Περὶ τῆς ἐνταῦθα ἀναφερομένης ὁράσεως τοῦ Κάρπου βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, σελ. 65 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου. Λέγει δὲ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὁ Κάρπος οὗτος εἶναι ὁ ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν κϛʹ (26ην) Μαΐου (βλέπε ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[11] «Εἰρηνεύτε ἐν ἀλλήλοις» (Μάρκ. θʹ 50), «Μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβʹ 18), «Εἰρηνεύετε ἐν ἑαυτοῖς» (Αʹ Θεσσ. εʹ 13).

[12] Τὸ μεγάλον πρόβλημα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγῳδίας, περὶ ἧς μνημονεύει ἐνταῦθα ὁ ἱερὸς Γρηγόριος, ὑπῆρξε διατὶ νὰ ὑποφέρῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ μάλιστα ὁ καλός.

[13] Πρόκειται περὶ τῆς περιφήμου πόλεως τῶν Παρισίων, πρωτευούσης νῦν τῆς Γαλλίας, κληθείσης οὕτω, διότι ἐκτίσθη ἀπὸ τὴν φυλὴν τῶν Παρισίων κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος (100-44 π.Χ.). Κεῖται εἰς τὸ κέντρον τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Παρισίων καὶ ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ὀχθῶν τοῦ ποταμοῦ Σηκουάνα.

[14] Σημειοῦμεν περὶ Γαδείρων ἐν σελ. 79, προσθέτομεν δὲ ἐνταῦθα, ὅτι τὸ ἔξω τῶν Γαδείρων πέλαγος εἶναι ὁ Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός, ὅστις καθὸ ἄγνωστος ἦτο φοβερὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δι’ αὐτὸ καὶ τὸ νὰ ἀνοιχθῇ κανεὶς ἔξω τῶν Γαδείρων ἐθεωρεῖτο παραφροσύνη.

[15] Πρόκλος· Νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος ἀκμάσας κατὰ τὸ 410-485 μ.Χ., ἐκ τῶν τελευταίων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ἐφρόνει συγγενῶς μετὰ τῶν Χριστιανῶν, ἰδίως περὶ τοῦ Θεοῦ.

[16] Τῖτος· αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων (79-81 μ.Χ.).

[17] Δομετιανός· ἀδελφὸς καὶ διάδοχος τοῦ Τίτου (81-96 μ.Χ.).

[18] Κηρύκειον· σύμβολον τοῦ Ἑρμοῦ, χρησιμοποιούμενον ὡς ὄργανον ἐκφράσεως εἰρηνικῶν καὶ διαλλακτικῶν διαθέσεων.

[19] «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ιϛʹ 17).

[20] «Ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα» (Βʹ Κορ. ιβʹ 4).