Ὠνόμαζε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν ὡς ἐκδικητὴν τῆς ἁμαρτίας, ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦντα, αὐτοεχαρακτηρίζετο ὡς Ἠλίας καὶ Φινεές, ἀποπνέοντα πολὺν τὸν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ζῆλον καὶ ἀκριβολόγον φύλακα τῶν ἱερῶν.
Εὐθὺς ὡς ἐπληροφορήθη αὐτὰ ὁ Διονύσιος αἰσθάνεται πόνον εἰς τὴν ψυχήν του· καὶ πῶς νὰ μὴ αἰσθανθῇ πόνον ἀπὸ μίαν τοιαύτην ἀπερίσκεπτον συμπεριφοράν; Ἡ πρώτη του ἀπόφασις ἦτο νὰ συμπεριφερθῇ μὲ αὐστηρότητα ἀπέναντι τοῦ τολμητίου· νικᾶται ὅμως καὶ ἐδῶ ἀπὸ τὴν καλωσύνην του. Πλὴν ὅμως, ἐπειδὴ ἦτο καιρὸς ὄχι ἄλλου, ἀλλὰ μόνον τοιούτου φαρμάκου, καὶ ἔπρεπε, σύμφωνα μὲ τὴν παροιμίαν «ὁ πάσσαλος μόνον μὲ πάσσαλον βγαίνει», νὰ χρησιμοποιήσῃ αὐστηρότητα ἐναντίον τῆς ἀνοησίας, καὶ ἁλάτι, ὄχι καταπραϋντικὸν ἔλαιον, ἐπάνω εἰς τὸ πονηρὸν οἴδημα (πρήξιμον) τῆς ψυχῆς, καὶ τὴν σάπια πληγὴ νὰ ἐξαφανίσῃ μὲ καυτὸ σίδερο, διὰ νὰ μὴ καταστῇ ἀθάνατον τὸ κακόν, ὁπόταν μὲ τίποτε δὲν θὰ ἀνακόπτεται καὶ νὰ μὴ παραμείνῃ θρασὺς ὁ Δημόφιλος, ἀλλὰ καὶ ὅποιος σκέπτεται, ὅπως ὁ Δημόφιλος, νεανικῶς ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει. Διότι ἐὰν ἡ ἠπιότης τοῦ χαρακτῆρος εἶναι τὸ πλέον ἐκλεκτὸν προτέρημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐκεῖνο ποὺ πρὸ παντὸς ταιριάζει εἰς τὴν ψυχήν, δὲν συνιστᾶται ὅμως, ὡς τρόπος συμπεριφορᾶς, ἀδιακρίτως πρὸς ὅλους, οὔτε πάντοτε ἠμπορεῖ νὰ χρησιμοποιῆται, ἐπειδὴ ἔχομεν πλασθῆ τοιουτοτρόπως ἐκ φύσεως, ὥστε νὰ μὴ σωφρονιζώμεθα ὅλοι μὲ τὰ ἴδια μέσα, ἀλλ’ ἄλλοι μὲ τὰ μέν, ἄλλοι μὲ τὰ δέ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς δὲν θεραπεύονται μὲ τὰ ἴδια φάρμακα.
Καὶ πῶς λοιπὸν τὸ κατορθώνει αὐτό; Ἐδῶ παρατηρήσατε καὶ θαυμάσατε σοφίαν ἀνδρός, ἀξίου τῆς διακονίας τοῦ Εὐαγγελίου· ἐφ᾽ ὅσον μὲν εἶχε τὴν εὐχέρειαν νὰ παραθέτῃ εἰς τὴν ἐπιστολὴν προσωπικάς του ἀπόψεις ἐχρησιμοποίει τὸν ἀτομικόν του τύπον, τὸν συνιστάμενον ἀπὸ καλωσύνην καὶ μετριοπάθειαν, διὰ νὰ μὴ προκαλέσῃ δυσάρεστα συναισθήματα εἰς τὸν ὑπὸ τοῦ διαβόλου πολεμηθέντα· ὅταν ὅμως παρίστατο ἀνάγκη, διὰ τὸν ἔλεγχον τοῦ σφάλματος, νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν αὐστηρότητα καὶ τὸ πικράζον, ἀντέγραφεν ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς αὐτούσια τὰ χωρία, ὅσα ἦτο δυνατὸν νὰ φοβίσουν ἐκείνην τὴν ἀναιδεστάτην καὶ ἀγρίαν ψυχήν. Εἰς τὸ τέλος δὲ ὅλων αὐτῶν τῶν αὐστηρῶν περικοπῶν καὶ χωρίων, ἀναφέρει καὶ τὸ θαυμάσιον καὶ φοβερὸν πράγματι ὅραμα τοῦ Κάρπου [10], τὸ ὁποῖον εἶδεν ἐκεῖνος καὶ τὸ ἤκουσεν ὁ Διονύσιος διηγούμενον ἀπὸ τὸν ἴδιον, καὶ τὸ ὑπενθύμισεν ἐπικαίρως εἰς τὸν Δημόφιλον.