Λόγος εἰς τὸν Μέγαν Ἱεράρχην ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ τὸν Ἀρεοπαγίτην, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β’ τοῦ Κυπρίου Πατριάρχου Κων/πόλεως.

Τοιουτοτρόπως λοιπὸν ὁ Διονύσιος, εἰς ὅλας τὰς περιπτώσεις, ἦτο γεμᾶτος ἀπὸ αἰσθήματα φιλανθρωπίας καὶ ἡμερότητα τρόπων καὶ ἐὰν κάποτε προέκυπτεν ἀνάγκη καὶ τοῦ ἀντιθέτου, τὸ ἔπραττε μὲν καὶ αὐτό, ἀλλὰ μὲ ἱλαρότητα· ἀνεμίγνυε σοφῶς τὰ ἀντίθετα καὶ ὠργίζετο κατὰ τῆς ἁμαρτίας χωρὶς νὰ ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ [«Ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε» (Ἐφεσ. δ’ 26)]· ὡμίλει δὲ πρὸς μερικοὺς αὐστηρότερον, παραμένων ὅμως ἐπιεικής, καὶ πρὸ παντὸς καλός, ἐνθυμούμενος εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν τὴν ἐντολὴν ἐκείνην, ποὺ μᾶς διατάσσει νὰ εἰρηνεύωμεν μὲ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ μὲ ὅλους [11]. Διὰ τῆς ψυχικῆς του αὐτῆς καταστάσεως ἐξησφάλιζε καὶ τὴν ἀνεξικακίαν καὶ τὴν πρὸς τὸν Δεσπότην εὐχήν, χάριν τῶν φονευτῶν, πράγματα βεβαίως τὰ ὁποῖα ἐδικαίωσαν τὸν στέφανον, τὸν ὁποῖον ἔλαβε κατὰ τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεώς του, ὡς καὶ τὸ Μαρτύριον, τὸ ὁποῖον ὑπέστη, καὶ τὰ ὁποῖα ὑπῆρξαν ἐξαίρετα διὰ τὸν Διονύσιον, ὄχι μόνον εἰς τὸ τέλος τοῦ βίου καὶ τὸν συντομώτατον χρόνον τῆς ἐντεῦθεν ἐκδημίας, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς του. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἦτο πρὸς ὅλους γλυκὺς καὶ ὑφ’ ὅλων ἐθαυμάζετο, καὶ διὰ τὴν δύναμιν τῶν λόγων, διὰ τῶν ὁποίων ἐπεβάλλετο εἰς ὅλους, ὄχι δὲ ὀλιγώτερον καὶ διὰ τὸν τρόπον τῆς ζωῆς, ὃσον ἦτο συνδεδεμένος μὲ τὴν ἀγαθότητα τοῦ ἀνδρός, ἀλλὰ καὶ προκαλοῦσε τὴν ἀγάπην, ὄχι μόνον τῶν Ἀθηναίων, οἱ ὁποῖοι καὶ προηγουμένως συνεκινοῦντο ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἄλλων Ἕλληνων.

Ἐὰν δὲ μερικοὶ ἐδυσφόρουν πολὺ ἀπὸ τὴν καινούργιαν διδασκαλία, τὴν ὁποίαν ἠσπάσθη ο Διονύσιος, καὶ ἐδυσκολεύοντο νὰ ἐγκαταλείψουν τὰς πατρικάς των παραδόσεις (διότι περισσότερον παντὸς ἄλλου εἶναι λυπηρὰ ἡ μετάβασις ἐκ τῆς συνήθους καθημερινότητος εἰς ἀγνώστους τρόπους ζωῆς καὶ δὲν ἀνέχεται κανεὶς νὰ βλέπῃ μὲ ἀδιαφορίαν νὰ διασύρωνται καὶ νὰ περιφρονοῦνται ὅσα ἐτίμα εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, ἀπὸ μικρὸν παιδίον), ἐν τούτοις ἡ ἀναμφισβήτητος ἀλήθεια, τὴν ὁποίαν διεκήρυσσεν ὁ Διονύσιος, καὶ ἡ φιλόσοφος συμπεριφορά του καὶ τρίτον, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ἡ πειστικὴ δύναμις τοῦ λόγου του, προκαλοῦσαν τὸν θαυμασμὸν τῶν Ἀθηναίων πρὸς τὸν ἄνδρα καὶ τὸν καθίστων ἀξιοσέβαστον μεταξὺ τῶν πρώτων. Καὶ ἐπειδὴ πρέπει νὰ λέγωμεν τὴν ἀλήθειαν, περισσότερον ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων οἱ Ἕλληνες γνωρίζουν νὰ θαυμάζουν τὴν ἀρετὴν καὶ ὑπὲρ τοὺς ἄλλους, τοῦτο τὸ γένος πείθεται εἰς τὸν λόγον καὶ τὴν ἀλήθειαν, δὲν ὑπάρχει δὲ ἄλλο ποὺ νὰ τὸ προτιμᾷ περισσότερον ὁ Ἕλλην ἀπὸ τὸ νὰ ἀνέχεται εὐχαρίστως τὸν καλὸν καὶ ἰσχυρὸν ρήτορα.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ ῥήτωρ ἐννοεῖ τὰ πνευματικὰ καὶ μυσταγωγικὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου· «Περὶ Οὐρανίας Ἱεραρχίας», «Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας», «Περὶ Θείων Ὀνομάτων», «Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας».

[2] «Εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον» (Πράξ. ιζʹ 21).

[3] «Τί ἂν θέλῃ ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν» (Πράξ. ιζʹ 18).

[4] «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί» (Αʹ Κορ. αʹ 18).

[5] Γάδειρα εἶναι ὁ νῦν Κάδιξ τῆς νοτίου Ἱσπανίας πλησίον τοῦ πορθμοῦ τοῦ Γιβραλτὰρ ἐπὶ τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Τότε αὕτη ἦτο νῆσος, μικρὸν ἀπέχουσα τῆς ξηρᾶς, μετὰ τῆς ὁποίας εἶναι ἤδη ἡνωμένη διὰ προσχώσεων. Ἐθεωρεῖτο ἀκραῖον, πρὸς τὴν δύσιν σημεῖον, τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου.

[6] Μαιώτιδα λίμνην ὠνόμαζον τότε τὴν Ἀζοφικὴν θάλασσαν. Αὕτη εἶναι κλειστὴ θάλασσα ὁμοιάζουσα μὲ λίμνην, ἀφοῦ διὰ μόνου τοῦ πορθμοῦ τοῦ Κὲρτς ἐπικοινωνεῖ μετὰ τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Εἶναι ἡ βορειοτέρα διείσδυσις τοῦ Εὐξείνου Πόντου εἰς τὴν Οὐκρανικὴν Ρωσίαν, φρασσομένη πρὸς Νότον ὑπὸ τῆς Κριμαϊκῆς χερσονήσου, ἥτις καὶ Ταυρικὴ ὀνομάζεται.

[7] Ἡ λέξις ἁπλότης τίθεται ἐνταῦθα μὲ φιλοσοφικὴν σημασίαν, ἐκφράζουσα τὴν ἔννοιαν μὴ μεριζομένης ἢ διαιρουμένης καταστάσεως.

[8] Ὁ θεῖος Γρηγόριος ἐννοεῖ ἐνταῦθα τὰ ἑπτὰ πνεύματα περὶ ὧν ὁμιλεῖ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας λέγων· «Καὶ ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται· καὶ ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτὸν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας· ἐμπλήσει αὐτὸν πνεῦμα φόβου Θεοῦ» (Ἡσ. ιαʹ 1-3).

[9] «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. ιζʹ 28).

[10] Περὶ τῆς ἐνταῦθα ἀναφερομένης ὁράσεως τοῦ Κάρπου βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, σελ. 65 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου. Λέγει δὲ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὁ Κάρπος οὗτος εἶναι ὁ ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν κϛʹ (26ην) Μαΐου (βλέπε ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[11] «Εἰρηνεύτε ἐν ἀλλήλοις» (Μάρκ. θʹ 50), «Μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβʹ 18), «Εἰρηνεύετε ἐν ἑαυτοῖς» (Αʹ Θεσσ. εʹ 13).

[12] Τὸ μεγάλον πρόβλημα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγῳδίας, περὶ ἧς μνημονεύει ἐνταῦθα ὁ ἱερὸς Γρηγόριος, ὑπῆρξε διατὶ νὰ ὑποφέρῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ μάλιστα ὁ καλός.

[13] Πρόκειται περὶ τῆς περιφήμου πόλεως τῶν Παρισίων, πρωτευούσης νῦν τῆς Γαλλίας, κληθείσης οὕτω, διότι ἐκτίσθη ἀπὸ τὴν φυλὴν τῶν Παρισίων κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος (100-44 π.Χ.). Κεῖται εἰς τὸ κέντρον τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Παρισίων καὶ ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ὀχθῶν τοῦ ποταμοῦ Σηκουάνα.

[14] Σημειοῦμεν περὶ Γαδείρων ἐν σελ. 79, προσθέτομεν δὲ ἐνταῦθα, ὅτι τὸ ἔξω τῶν Γαδείρων πέλαγος εἶναι ὁ Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός, ὅστις καθὸ ἄγνωστος ἦτο φοβερὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δι’ αὐτὸ καὶ τὸ νὰ ἀνοιχθῇ κανεὶς ἔξω τῶν Γαδείρων ἐθεωρεῖτο παραφροσύνη.

[15] Πρόκλος· Νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος ἀκμάσας κατὰ τὸ 410-485 μ.Χ., ἐκ τῶν τελευταίων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ἐφρόνει συγγενῶς μετὰ τῶν Χριστιανῶν, ἰδίως περὶ τοῦ Θεοῦ.

[16] Τῖτος· αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων (79-81 μ.Χ.).

[17] Δομετιανός· ἀδελφὸς καὶ διάδοχος τοῦ Τίτου (81-96 μ.Χ.).

[18] Κηρύκειον· σύμβολον τοῦ Ἑρμοῦ, χρησιμοποιούμενον ὡς ὄργανον ἐκφράσεως εἰρηνικῶν καὶ διαλλακτικῶν διαθέσεων.

[19] «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ιϛʹ 17).

[20] «Ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα» (Βʹ Κορ. ιβʹ 4).