Τοιουτοτρόπως λοιπὸν ὁ Διονύσιος, εἰς ὅλας τὰς περιπτώσεις, ἦτο γεμᾶτος ἀπὸ αἰσθήματα φιλανθρωπίας καὶ ἡμερότητα τρόπων καὶ ἐὰν κάποτε προέκυπτεν ἀνάγκη καὶ τοῦ ἀντιθέτου, τὸ ἔπραττε μὲν καὶ αὐτό, ἀλλὰ μὲ ἱλαρότητα· ἀνεμίγνυε σοφῶς τὰ ἀντίθετα καὶ ὠργίζετο κατὰ τῆς ἁμαρτίας χωρὶς νὰ ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ [«Ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε» (Ἐφεσ. δ’ 26)]· ὡμίλει δὲ πρὸς μερικοὺς αὐστηρότερον, παραμένων ὅμως ἐπιεικής, καὶ πρὸ παντὸς καλός, ἐνθυμούμενος εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν τὴν ἐντολὴν ἐκείνην, ποὺ μᾶς διατάσσει νὰ εἰρηνεύωμεν μὲ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ μὲ ὅλους [11]. Διὰ τῆς ψυχικῆς του αὐτῆς καταστάσεως ἐξησφάλιζε καὶ τὴν ἀνεξικακίαν καὶ τὴν πρὸς τὸν Δεσπότην εὐχήν, χάριν τῶν φονευτῶν, πράγματα βεβαίως τὰ ὁποῖα ἐδικαίωσαν τὸν στέφανον, τὸν ὁποῖον ἔλαβε κατὰ τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεώς του, ὡς καὶ τὸ Μαρτύριον, τὸ ὁποῖον ὑπέστη, καὶ τὰ ὁποῖα ὑπῆρξαν ἐξαίρετα διὰ τὸν Διονύσιον, ὄχι μόνον εἰς τὸ τέλος τοῦ βίου καὶ τὸν συντομώτατον χρόνον τῆς ἐντεῦθεν ἐκδημίας, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς του. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἦτο πρὸς ὅλους γλυκὺς καὶ ὑφ’ ὅλων ἐθαυμάζετο, καὶ διὰ τὴν δύναμιν τῶν λόγων, διὰ τῶν ὁποίων ἐπεβάλλετο εἰς ὅλους, ὄχι δὲ ὀλιγώτερον καὶ διὰ τὸν τρόπον τῆς ζωῆς, ὃσον ἦτο συνδεδεμένος μὲ τὴν ἀγαθότητα τοῦ ἀνδρός, ἀλλὰ καὶ προκαλοῦσε τὴν ἀγάπην, ὄχι μόνον τῶν Ἀθηναίων, οἱ ὁποῖοι καὶ προηγουμένως συνεκινοῦντο ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἄλλων Ἕλληνων.
Ἐὰν δὲ μερικοὶ ἐδυσφόρουν πολὺ ἀπὸ τὴν καινούργιαν διδασκαλία, τὴν ὁποίαν ἠσπάσθη ο Διονύσιος, καὶ ἐδυσκολεύοντο νὰ ἐγκαταλείψουν τὰς πατρικάς των παραδόσεις (διότι περισσότερον παντὸς ἄλλου εἶναι λυπηρὰ ἡ μετάβασις ἐκ τῆς συνήθους καθημερινότητος εἰς ἀγνώστους τρόπους ζωῆς καὶ δὲν ἀνέχεται κανεὶς νὰ βλέπῃ μὲ ἀδιαφορίαν νὰ διασύρωνται καὶ νὰ περιφρονοῦνται ὅσα ἐτίμα εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, ἀπὸ μικρὸν παιδίον), ἐν τούτοις ἡ ἀναμφισβήτητος ἀλήθεια, τὴν ὁποίαν διεκήρυσσεν ὁ Διονύσιος, καὶ ἡ φιλόσοφος συμπεριφορά του καὶ τρίτον, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ἡ πειστικὴ δύναμις τοῦ λόγου του, προκαλοῦσαν τὸν θαυμασμὸν τῶν Ἀθηναίων πρὸς τὸν ἄνδρα καὶ τὸν καθίστων ἀξιοσέβαστον μεταξὺ τῶν πρώτων. Καὶ ἐπειδὴ πρέπει νὰ λέγωμεν τὴν ἀλήθειαν, περισσότερον ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων οἱ Ἕλληνες γνωρίζουν νὰ θαυμάζουν τὴν ἀρετὴν καὶ ὑπὲρ τοὺς ἄλλους, τοῦτο τὸ γένος πείθεται εἰς τὸν λόγον καὶ τὴν ἀλήθειαν, δὲν ὑπάρχει δὲ ἄλλο ποὺ νὰ τὸ προτιμᾷ περισσότερον ὁ Ἕλλην ἀπὸ τὸ νὰ ἀνέχεται εὐχαρίστως τὸν καλὸν καὶ ἰσχυρὸν ρήτορα.