Ἴσως θεωρήσουν μερικοί, ὅτι ὁ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ζῆλος τοῦ ἀνδρὸς ἐγένετο πλέον ὁλοφάνερος, ἐφ’ ὅσον, χάριν τοῦ ζήλου αὐτοῦ, ἀπεστάτησε ἀπὸ τὰ πάτρια καὶ ἀπὸ τὸν καθιερωμένον εἰς Ἀθηναῖον τρόπον ζωῆς· ὁ ἴδιος ὅμως δὲν ἠρκέσθη νὰ περιορίσῃ ἕως ἐκεῖ τὴν δραστηριότητά του, ἀλλ’ εἰς τὴν τολμηράν, χάριν τῆς εὐσεβείας, ἀποστασίαν του ἀπὸ τὸ παρελθόν, προσέθεσε τὰ μεγαλύτερα καὶ τελειότερα. Αὐτὸ δὲ τὸ ὁποῖον προσέθεσε πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ προθυμοποιηθῶμεν νὰ διεξέλθωμεν.
Ἐκεῖνος λοιπόν, ἐπειδὴ δὲν ἐνόμιζεν ὡς σπουδαῖον πρᾶγμα, ἢ τελείως ἀνάλογον πρὸς τὴν προθυμίαν του, ἐὰν μόνον τὴν Ἑλλάδα, ἢ ἕνα μικρὸ μέρος τῆς οἰκουμένης, ἢ ὡρισμένους μόνον ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἤθελε γεμίσει τὴν ψυχήν των μὲ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, καὶ δὲν κατώρθωνε νὰ φέρῃ μέσα εἰς τὴν Θείαν αὐλὴν τῶν σῳζομένων ὅλους, ἐσκόπευε, κατὰ τὴν θείαν πρόρρησιν, νὰ ἐξέλθῃ ὁ φθόγγος τῆς διδασκαλίας του εἰς ὁλόκληρον τὴν γῆν καὶ οἱ λόγοι του νὰ ἀκουσθοῦν εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης· [«Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν» (Ψαλμ. ιη’ 5)]· καὶ τοῦτο διότι αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη γενικῶς διὰ τοὺς Ἀποστόλους, ἐνόμιζεν, ὅτι εἰδικῶς περὶ αὐτοῦ εἶχε λεχθῆ· καὶ ἐὰν ἐπληροφορεῖτο, ὅτι κάπου ὑστεροῦσεν ἡ διάδοσις τοῦ κηρύγματος, ἐνόμιζεν ὅτι ὑστεροῦσε καθ’ ὅσον ἀφορᾶ τὴν περιοχήν του καὶ δι’ αὐτὸ ἐθεώρει τὸν ἑαυτόν του ὡς κυρίως ὑπεύθυνον τῆς παραλείψεως αὐτῆς. Διὰ τοῦτο νοερῶς περιέτρεχε τὴν οἰκουμένην καὶ ἐνόμιζεν, ὅτι ὁ κύκλος τῆς γῆς ἔπρεπε νὰ γίνῃ, δι’ αὐτόν, ὁ κύκλος τοῦ Εὐαγγελίου.
Οὕτως εἶχον λοιπὸν ὁ ζῆλος του καὶ ἡ προθυμία, του διὰ τὴν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ δὲ φροντίς του σύμφωνος με τὴν πρόθεσίν του· αὐτὰ δὲ ὅλα δὲν εἶναι ὑπερβολαί, ἀλλὰ κρίνονται ἀπὸ τὰ ἔργα του. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα τῆς πατρίδος του εὑρίσκοντο εἰς καλὴν κατάστασιν (πατρίδα δὲ θεωρῶ τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἀθηνῶν), διότι καὶ ἡ διδασκαλία διεδόθη εἰς ὅλους καὶ ἡ πίστις ἀπέδωκε, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Πνεύματος, ἔφυγεν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας καὶ μεταβαίνει πρὸς τὰ μέρη τῆς Δύσεως. Καὶ πῶς ἐξέλεξε τὰ μέρη τῆς Δύσεως; Δὲν ἐξέλεξε μόνος του αὐτὸν τὸν χῶρον, οὔτε εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ φθάσῃ ἐκεῖ· ὁ Θεὸς τὸν ἐπληροφόρησεν, ἐπ’ αὐτοῦ, ἄνωθεν.