Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὅμως ἔπρεπε νὰ νικήσῃ ὁ Θεὸς καὶ νὰ καταβληθῇ κάποτε τὸ πονηρὸν κράτος τοῦ Διαβόλου, ἐνισχύεται ὑπὸ τῆς θείας Χάριτος, ἀκόμη περισσότερον ὁ Διονύσιος καὶ οὕτω ἐγείρει λαμπρὸν τὸ τρόπαιον κατὰ τῆς πλάνης. Κατόπιν αὐτοῦ ἐκείνη ἡ πόλις, ποὺ προηγουμένως ἦτο ἀκρόπολις ὅλων τῶν κακῶν, γίνεται πιστή, ἀναδεικνύεται Μητρόπολις καὶ μεταβάλλεται εἰς ὀχύρωμα εὐσεβείας. Ἀφοῦ συνετελέσθη αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα πλέον, ὡσὰν νὰ ἐξώρμησεν ἀπὸ ἀκρόπολιν, κατέκτησε πρῶτον μὲν τὰς πλησιεστέρας περιοχάς, ἔπειτα τὰς εἰς ἀπόστασιν εὑρισκομένας, μετὰ τὰς γειτονικὰς μὲ αὐτάς, καὶ οὕτω βαδίζον ἔφθασε μέχρι καὶ τῶν τελευταίων σημείων τῆς χώρας, ὅπως ἀκριβῶς ἡ φλόγα, ποὺ ἀνάβει εἰς ἕνα δάσος καὶ τὴν φυσᾷ ὁ ἄνεμος, γρήγορα μεταβαίνει καὶ εἰς κάθε γειτονικὸν μέρος. Δὲν ὑπῆρξε πόλις, δὲν ὑπῆρξε χωρίον, δὲν ὑπῆρξεν ἄλλος συνοικισμὸς ἀνθρώπων, ποὺ νὰ μὴ ἤκουσε τὴν διδασκαλίαν τοῦ Διονυσίου· τοιουτοτρόπως ἐγοργότρεχε τὸ κήρυγμα καὶ ἀνεζητεῖτο ἐπιμελῶς νὰ ἀκουσθῇ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλ’ ἄραγε μόνον αὐτὸ τὸ ἔργον ὑπῆρξεν ὁ καρπὸς τῆς ἐν τῇ Δύσει παραμονῆς καὶ ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Ἁγ. Διονυσίου, καὶ περὶ αὐτοῦ μόνον δυνάμεθα νὰ ὁμιλῶμεν; Ἐν τοιαύτῃ ὅμως περιπτώσει κινδυνεύομεν νὰ ἀρνηθῶμεν εἰς τὸν Ἅγιον Διονύσιον πολλὰ καὶ μεγαλύτερα κατορθώματα, ὅπως τὴν ἀποστασίαν τῆς Γερμανίας ἐκ τῆς λατρείας τῶν δαιμόνων καὶ τὸν ἐκχριστιανισμὸν τῶν Γερμανῶν καὶ τὸ κατόρθωμα αὐτὸ εἶναι τοσοῦτον σπουδαῖον, καθ’ ὅσον ἡ Γερμανικὴ χώρα δὲν κατοικεῖται ἀπὸ ἕνα μικρὸν ἔθνος, ἀλλὰ ἀπὸ πολλὰ καὶ μεγάλα. Ἔγινε δὲ αὐτουργὸς πολλῶν θαυμάτων καὶ σημείων, ὅσα δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ἐνθυμηθῇ κανεὶς εὐκόλως δι’ ἄλλον τινά· κατ’ ἀρχὴν ἀπολυτρώνει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατῴκουν εἰς τὴν περιοχὴν αὐτήν, ἀπὸ τὰ ψυχικὰ πάθη, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ σπουδαιότερον ἦτο τὸ νὰ προσεύχωνται εἰς τοὺς δαίμονας καὶ νὰ λατρεύουν τὴν κτίσιν ἀντὶ τοῦ Κτίστου ἀλλὰ καὶ ἀπὸ σωματικὰ πάθη τοὺς σῴζει.
Ἦσαν δὲ αὐτὰ τυφλότης ὀφθαλμῶν, ἀκρωτηριασμοὶ χειρῶν καὶ ποδῶν, ἐμπόδισμα γλώσσης καὶ ἀκοῆς, ὥστε νὰ μὴ δύνανται νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ ἀκούουν, παράλυσις μελῶν, χρόνια νοσήματα, τὸ τελευταῖον δὲ καὶ φοβερώτερον ὅλων, ἡ ἐπήρεια τῶν δαιμόνων, ἥτις ἠνώχλει τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους κατ’ ἐξουσίαν, ὡς ἀνήκοντας, διὰ τῆς εἰδωλωλατρίας, εἰς τοὺς δαίμονας, καὶ ἡ ὁποία ἐπήρεια συνήθως τοὺς κατέστρεφεν.