Λόγος εἰς τὸν Μέγαν Ἱεράρχην ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ τὸν Ἀρεοπαγίτην, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β’ τοῦ Κυπρίου Πατριάρχου Κων/πόλεως.

Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὅμως ἔπρεπε νὰ νικήσῃ ὁ Θεὸς καὶ νὰ καταβληθῇ κάποτε τὸ πονηρὸν κράτος τοῦ Διαβόλου, ἐνισχύεται ὑπὸ τῆς θείας Χάριτος, ἀκόμη περισσότερον ὁ Διονύσιος καὶ οὕτω ἐγείρει λαμπρὸν τὸ τρόπαιον κατὰ τῆς πλάνης. Κατόπιν αὐτοῦ ἐκείνη ἡ πόλις, ποὺ προηγουμένως ἦτο ἀκρόπολις ὅλων τῶν κακῶν, γίνεται πιστή, ἀναδεικνύεται Μητρόπολις καὶ μεταβάλλεται εἰς ὀχύρωμα εὐσεβείας. Ἀφοῦ συνετελέσθη αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα πλέον, ὡσὰν νὰ ἐξώρμησεν ἀπὸ ἀκρόπολιν, κατέκτησε πρῶτον μὲν τὰς πλησιεστέρας περιοχάς, ἔπειτα τὰς εἰς ἀπόστασιν εὑρισκομένας, μετὰ τὰς γειτονικὰς μὲ αὐτάς, καὶ οὕτω βαδίζον ἔφθασε μέχρι καὶ τῶν τελευταίων σημείων τῆς χώρας, ὅπως ἀκριβῶς ἡ φλόγα, ποὺ ἀνάβει εἰς ἕνα δάσος καὶ τὴν φυσᾷ ὁ ἄνεμος, γρήγορα μεταβαίνει καὶ εἰς κάθε γειτονικὸν μέρος. Δὲν ὑπῆρξε πόλις, δὲν ὑπῆρξε χωρίον, δὲν ὑπῆρξεν ἄλλος συνοικισμὸς ἀνθρώπων, ποὺ νὰ μὴ ἤκουσε τὴν διδασκαλίαν τοῦ Διονυσίου· τοιουτοτρόπως ἐγοργότρεχε τὸ κήρυγμα καὶ ἀνεζητεῖτο ἐπιμελῶς νὰ ἀκουσθῇ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων.

Ἀλλ’ ἄραγε μόνον αὐτὸ τὸ ἔργον ὑπῆρξεν ὁ καρπὸς τῆς ἐν τῇ Δύσει παραμονῆς καὶ ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Ἁγ. Διονυσίου, καὶ περὶ αὐτοῦ μόνον δυνάμεθα νὰ ὁμιλῶμεν; Ἐν τοιαύτῃ ὅμως περιπτώσει κινδυνεύομεν νὰ ἀρνηθῶμεν εἰς τὸν Ἅγιον Διονύσιον πολλὰ καὶ μεγαλύτερα κατορθώματα, ὅπως τὴν ἀποστασίαν τῆς Γερμανίας ἐκ τῆς λατρείας τῶν δαιμόνων καὶ τὸν ἐκχριστιανισμὸν τῶν Γερμανῶν καὶ τὸ κατόρθωμα αὐτὸ εἶναι τοσοῦτον σπουδαῖον, καθ’ ὅσον ἡ Γερμανικὴ χώρα δὲν κατοικεῖται ἀπὸ ἕνα μικρὸν ἔθνος, ἀλλὰ ἀπὸ πολλὰ καὶ μεγάλα. Ἔγινε δὲ αὐτουργὸς πολλῶν θαυμάτων καὶ σημείων, ὅσα δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ἐνθυμηθῇ κανεὶς εὐκόλως δι’ ἄλλον τινά· κατ’ ἀρχὴν ἀπολυτρώνει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατῴκουν εἰς τὴν περιοχὴν αὐτήν, ἀπὸ τὰ ψυχικὰ πάθη, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ σπουδαιότερον ἦτο τὸ νὰ προσεύχωνται εἰς τοὺς δαίμονας καὶ νὰ λατρεύουν τὴν κτίσιν ἀντὶ τοῦ Κτίστου ἀλλὰ καὶ ἀπὸ σωματικὰ πάθη τοὺς σῴζει.

Ἦσαν δὲ αὐτὰ τυφλότης ὀφθαλμῶν, ἀκρωτηριασμοὶ χειρῶν καὶ ποδῶν, ἐμπόδισμα γλώσσης καὶ ἀκοῆς, ὥστε νὰ μὴ δύνανται νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ ἀκούουν, παράλυσις μελῶν, χρόνια νοσήματα, τὸ τελευταῖον δὲ καὶ φοβερώτερον ὅλων, ἡ ἐπήρεια τῶν δαιμόνων, ἥτις ἠνώχλει τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους κατ’ ἐξουσίαν, ὡς ἀνήκοντας, διὰ τῆς εἰδωλωλατρίας, εἰς τοὺς δαίμονας, καὶ ἡ ὁποία ἐπήρεια συνήθως τοὺς κατέστρεφεν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ ῥήτωρ ἐννοεῖ τὰ πνευματικὰ καὶ μυσταγωγικὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου· «Περὶ Οὐρανίας Ἱεραρχίας», «Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας», «Περὶ Θείων Ὀνομάτων», «Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας».

[2] «Εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον» (Πράξ. ιζʹ 21).

[3] «Τί ἂν θέλῃ ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν» (Πράξ. ιζʹ 18).

[4] «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί» (Αʹ Κορ. αʹ 18).

[5] Γάδειρα εἶναι ὁ νῦν Κάδιξ τῆς νοτίου Ἱσπανίας πλησίον τοῦ πορθμοῦ τοῦ Γιβραλτὰρ ἐπὶ τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Τότε αὕτη ἦτο νῆσος, μικρὸν ἀπέχουσα τῆς ξηρᾶς, μετὰ τῆς ὁποίας εἶναι ἤδη ἡνωμένη διὰ προσχώσεων. Ἐθεωρεῖτο ἀκραῖον, πρὸς τὴν δύσιν σημεῖον, τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου.

[6] Μαιώτιδα λίμνην ὠνόμαζον τότε τὴν Ἀζοφικὴν θάλασσαν. Αὕτη εἶναι κλειστὴ θάλασσα ὁμοιάζουσα μὲ λίμνην, ἀφοῦ διὰ μόνου τοῦ πορθμοῦ τοῦ Κὲρτς ἐπικοινωνεῖ μετὰ τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Εἶναι ἡ βορειοτέρα διείσδυσις τοῦ Εὐξείνου Πόντου εἰς τὴν Οὐκρανικὴν Ρωσίαν, φρασσομένη πρὸς Νότον ὑπὸ τῆς Κριμαϊκῆς χερσονήσου, ἥτις καὶ Ταυρικὴ ὀνομάζεται.

[7] Ἡ λέξις ἁπλότης τίθεται ἐνταῦθα μὲ φιλοσοφικὴν σημασίαν, ἐκφράζουσα τὴν ἔννοιαν μὴ μεριζομένης ἢ διαιρουμένης καταστάσεως.

[8] Ὁ θεῖος Γρηγόριος ἐννοεῖ ἐνταῦθα τὰ ἑπτὰ πνεύματα περὶ ὧν ὁμιλεῖ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας λέγων· «Καὶ ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται· καὶ ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτὸν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας· ἐμπλήσει αὐτὸν πνεῦμα φόβου Θεοῦ» (Ἡσ. ιαʹ 1-3).

[9] «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. ιζʹ 28).

[10] Περὶ τῆς ἐνταῦθα ἀναφερομένης ὁράσεως τοῦ Κάρπου βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, σελ. 65 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου. Λέγει δὲ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὁ Κάρπος οὗτος εἶναι ὁ ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν κϛʹ (26ην) Μαΐου (βλέπε ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[11] «Εἰρηνεύτε ἐν ἀλλήλοις» (Μάρκ. θʹ 50), «Μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβʹ 18), «Εἰρηνεύετε ἐν ἑαυτοῖς» (Αʹ Θεσσ. εʹ 13).

[12] Τὸ μεγάλον πρόβλημα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγῳδίας, περὶ ἧς μνημονεύει ἐνταῦθα ὁ ἱερὸς Γρηγόριος, ὑπῆρξε διατὶ νὰ ὑποφέρῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ μάλιστα ὁ καλός.

[13] Πρόκειται περὶ τῆς περιφήμου πόλεως τῶν Παρισίων, πρωτευούσης νῦν τῆς Γαλλίας, κληθείσης οὕτω, διότι ἐκτίσθη ἀπὸ τὴν φυλὴν τῶν Παρισίων κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος (100-44 π.Χ.). Κεῖται εἰς τὸ κέντρον τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Παρισίων καὶ ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ὀχθῶν τοῦ ποταμοῦ Σηκουάνα.

[14] Σημειοῦμεν περὶ Γαδείρων ἐν σελ. 79, προσθέτομεν δὲ ἐνταῦθα, ὅτι τὸ ἔξω τῶν Γαδείρων πέλαγος εἶναι ὁ Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός, ὅστις καθὸ ἄγνωστος ἦτο φοβερὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δι’ αὐτὸ καὶ τὸ νὰ ἀνοιχθῇ κανεὶς ἔξω τῶν Γαδείρων ἐθεωρεῖτο παραφροσύνη.

[15] Πρόκλος· Νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος ἀκμάσας κατὰ τὸ 410-485 μ.Χ., ἐκ τῶν τελευταίων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ἐφρόνει συγγενῶς μετὰ τῶν Χριστιανῶν, ἰδίως περὶ τοῦ Θεοῦ.

[16] Τῖτος· αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων (79-81 μ.Χ.).

[17] Δομετιανός· ἀδελφὸς καὶ διάδοχος τοῦ Τίτου (81-96 μ.Χ.).

[18] Κηρύκειον· σύμβολον τοῦ Ἑρμοῦ, χρησιμοποιούμενον ὡς ὄργανον ἐκφράσεως εἰρηνικῶν καὶ διαλλακτικῶν διαθέσεων.

[19] «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ιϛʹ 17).

[20] «Ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα» (Βʹ Κορ. ιβʹ 4).