Ἀλλὰ καὶ ὁ Βαρνάβας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐξῆλθεν εἰς τὸ κήρυγμα· ἀλλὰ καὶ οἱοσδήποτε ἄλλος ἠσχολήθη μὲ αὐτὴν τὴν διακονίαν, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἤρχισε. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ὁ Μέγας Διονύσιος, ἀποβλέπων εἰς τὴν ἀποστολικὴν ἀκρίβειαν, ἐνήργησε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον.
Ὁ Κλήμης λοιπὸν ἐπῄνεσε τὴν γνώμην τοῦ Διονυσίου, ἐνέκρινε τὰς προθέσεις, καὶ ἡ Ἑσπερία ἀπήλαυσε τὸν Διονύσιον. Οὕτω διεδίδετο ἡ διδασκαλία, καὶ ηὐξάνοντο πολὺ οἱ πιστοί, ἐνεργούσης τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλα. Χάριν δὲ συντομίας παραλείπω τὴν ἀνάπτυξιν αὐτῶν τῶν ἐπὶ μέρους. Ἀλλὰ τὸ κήρυγμα ἐγγίζει τὴν ὑπερηφάνειαν τῆς πόλεως καὶ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Πνεύματος τὴν νικᾷ· ὡστόσον αὐτὸ κατορθοῦται ὄχι εὐκόλως, οὔτε χωρὶς νὰ κοπιάσῃ πολὺ ὁ κήρυξ τῆς ἀληθείας. Διότι ὁ λαός, ποὺ κατοικοῦσε εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην, ἦσαν, ἐπιεικῶς κρινόμενοι, πονηροὶ καὶ ἀπάνθρωποι, ὥστε ἡ ὠμότης τῶν θηρίων νὰ ὑστερῇ. Ἀντιλαμβάνεται δὲ κανεὶς ποία τρομερὰ συμμαχία ἀγριότητος συγκροτεῖται, ὅταν τοιοῦτοι ἐκ φύσεως πονηροὶ καὶ ἄγριοι ἄνθρωποι κατοικοῦν πόλιν κατ’ ἐξοχὴν πλουσίαν καὶ εὐτυχισμένην. Ἐὰν δὲ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νέμωνται καὶ πολλὴν περιοχὴν πέριξ τῆς πόλεως, ἀπολαμβάνοντες πλουσιοπαρόχως ὅσα ἐξασφαλίζουν πλουσίαν διατροφὴν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, πόσον εὔκολον εἶναι νὰ ὁδηγήσῃ τὸ τοιοῦτον, εἰς ἀσέβειαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ἀποξενώσῃ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Θεόν;
Διότι τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς ἀνάγκην ἀπὸ τὰ μέσα διὰ νὰ ζήσῃ, καὶ ἀπὸ ὅσα ἐν γένει συγκρατοῦν τον ἄνθρωπον εἰς τὴν ὑλικὴν ζωήν, τὸ τοιοῦτον συντρίβει τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ καθιστᾷ τοὺς ἀνθρώπους ἡμερωτέρους κατὰ τὰ ἤθη· ὅπως δὲ ἀκριβῶς ὁ ἀπόλυτος χορτασμός, ὁ κορεσμός, γεννᾷ τὴν ὑπερηφάνειαν, τοιουτοτρόπως καὶ τὸ ἄδειο στομάχι ἔχει ὡς συνέπειαν τὴν ταπείνωσιν τῆς ἐπάρσεως καὶ ἀνθρωπίνης ἀλαζονείας· δι’ αὐτὸ καὶ βλέπομεν ἄγρια θηρία νὰ τιθασεύωνται μὲ τὴν ἔλλειψιν τροφῆς, νὰ χάνουν τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς ὁρμῆς των καὶ πλέον νὰ ἐξημερώνωνται, διότι τὸ κάθε ἕνα, ποὺ ἔχει ἀνάγκην, εὐκόλως γυρίζει πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι εἰς θέσιν νὰ τοῦ προσφέρῃ. Ἐὰν δὲ κανεὶς ζῇ εἰς ἀφθονίαν ὅλων τῶν ἀγαθῶν, καὶ καμμία στέρησις ἢ ἀνάγκη δὲν τὸν πιέζῃ ἀπὸ πουθενά, οὔτε πεῖνα, οὔτε ἐχθρός, οὔτε ἐπήρεια ἐχθρῶν, οὔτε ἀσθένεια, καὶ διὰ νὰ εἴπω συντόμως, δὲν τὸν ἀπασχολεῖ οὐδεμία σωτήριος σκέψις ἢ ἄλλη περίστασις, διὰ τῆς ὁποίας μαλακώνει ὁ ἄνθρωπος, ποτὲ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἷναι δυνατὸν νὰ μάθῃ καλὰ τὴν καλωσύνην.