Λόγος εἰς τὸν Μέγαν Ἱεράρχην ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ τὸν Ἀρεοπαγίτην, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β’ τοῦ Κυπρίου Πατριάρχου Κων/πόλεως.

Τὸ κέντρισμα τῆς συνειδήσεως κατέστη δριμύτερον καὶ ἡ πληγὴ βαρυτέρα δι’ αὐτὸ καὶ ἤρχισε νὰ αἰσθάνεται δραματικὴν τὴν ἀνάγκην τῆς μετανοίας ὁ πληγωμένος ἀπὸ τὸν Διάβολον, νὰ ἀναστενάζῃ συνεχῶς διὰ τὰ σφάλματὰ του καὶ νὰ θρηνῇ ἀκαταπαύστως. Καὶ ἐπειδὴ εἶχε ὑπ’ ὄψιν του, ὃτι ὁ Θεὸς κρίνει μὲ ἐπιείκειαν πλέον, τὸν ἁμαρτωλόν, ἐφ’ ὅσον δι’ αὐτὸν τὸν σκοπόν, διὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐφάνη εἰς τὸν κόσμον ἐν σαρκί, καὶ διὰ νὰ καλέσῃ αὐτοὺς εἰς μετάνοιαν κατεδέχθη τὴν ἀκατανόητον καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους κένωσιν, τί κάμνει; Προσέρχεται εἰς τὸν Ἱεράρχην διὰ νὰ ζητήσῃ συγγνώμην καὶ διὰ τοῦ Ἱεράρχου ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ προσέρχεται εἰς μίαν κατάστασιν ἐλεεινὴν κατὰ τὴν θέαν καὶ δραματικὴν νὰ τὴν περιγράψῃς. Ἡ ψυχή του ἦτο πονεμένη καὶ θλιμμένη, τὸ πρόσωπόν του στυγνὸν καὶ ἀδυνατισμένον, σκελετωμένος, ἐπάνω εἰς τὸ πρόσωπόν του ὑπῆρχον εὐδιάκριτα τὰ σημάδια τῆς ἐσωτερικῆς φλόγας.

Ὅταν λοιπὸν ὁ ἁμαρτήσας προσῆλθεν εἰς τὴν κατάστασιν αὐτὴν καὶ ἀνέμενε την ἐμφάνισιν τοῦ Ἱεράρχου, ὅστις ἐπρόκειτο ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν νὰ προσέλθῃ, παρουσιάζεται εἰς αὐτὸν ὁ Δημόφιλος, ἐγείρεται ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ πλησιάζει τὸ θῦμα τῆς ἁμαρτίας. Ἐνῷ δὲ ἔπρεπε νὰ κλαύσῃ μαζί του καὶ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ πένθος διὰ τὴν ἁμαρτίαν, ἐν τούτοις συμπεριφέρεται μὲ σκληρότητα ἀπέναντι τῆς συντριβῆς αὐτοῦ, ἐξοργίζεται ὡς μανιακός, ὡς νὰ ἐφθόνει διὰ τὴν μετάνοιαν καὶ σωτηρίαν ἐκείνου. Ἀπὸ τὴν στιγμὴν αὐτὴν δημιουργεῖται μία σφοδρὰ φιλονεικία· ὁ μὲν ἁμαρτήσας ἐπεθύμει νὰ συναντήσῃ τὸν Ἱεράρχην, ὁ δε Δημόφιλος ἠμπόδιζεν· ἐκεῖνος ἐπιχειροῦσε μὲ βίαν νὰ εἰσέλθῃ, διότι ἐδιψοῦσε τὴν σωτηρίαν του, ἐνῷ ὁ Δημόφιλος τὸν ἔσπρωχνε καὶ μὲ τὰς δύο του χεῖρας, ἐκεῖνος δὲν ἀπεμακρύνετο, ὁ δὲ ἄλλος ὠργίζετο. Τέλος δὲ ἐπειδὴ ἐξεκαύθη κυριολεκτικῶς ἀπὸ τὸν πόθον τῆς μετανοίας καὶ ἐρρίφθη εἰς τὸ ἔδαφος ἀπὸ τοῦ ὁποίου θὰ διήρχετο ὁ Ἱεράρχης, ἤναψε ὁ θεραπευτὴς ἀπὸ τὸν θυμόν του καὶ ὡς νὰ εἶχε παραφρονήσει τὸν ἐλάκτισε καὶ ἐν συνεχείᾳ διὰ τῶν γρόνθων τοῦ κατεξέσχισε τὸ πρόσωπον καὶ δὲν ἐσταμάτησε, παρὰ μόνον ἀφοῦ τὸν ἔκαμεν ἀγνώριστον ἀπὸ τὸν ξυλοδαρμόν. Αὐτὸ ἦτο τὸ κατόρθωμα τοῦ Δημοφίλου. Μετὰ ἐκαμάρωνε ὡς νὰ ἔκαμε μεγάλο κατόρθωμα καὶ γρήγορα-γρήγορα σπεύδει νὰ τὸ ἀναγγείλῃ εἰς τὸν Διονύσιον· αὐτὸ τὸ ἔκαμε μὲ ἐπιστολήν, εἰς τὴν ὁποίαν, ἐκτὸς τῶν ἄλλων γνωστῶν ἀπὸ τὴν ἀφήγησιν, ἐξαίρει τὴν γενναιότητά του, τὴν ὁποίαν τάχα ἐπέδειξε, ἐκθειάζων λαμπρῶς ἕνα πρὸς ἕνα τὰ περιστατικά.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ ῥήτωρ ἐννοεῖ τὰ πνευματικὰ καὶ μυσταγωγικὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου· «Περὶ Οὐρανίας Ἱεραρχίας», «Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας», «Περὶ Θείων Ὀνομάτων», «Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας».

[2] «Εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον» (Πράξ. ιζʹ 21).

[3] «Τί ἂν θέλῃ ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν» (Πράξ. ιζʹ 18).

[4] «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί» (Αʹ Κορ. αʹ 18).

[5] Γάδειρα εἶναι ὁ νῦν Κάδιξ τῆς νοτίου Ἱσπανίας πλησίον τοῦ πορθμοῦ τοῦ Γιβραλτὰρ ἐπὶ τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Τότε αὕτη ἦτο νῆσος, μικρὸν ἀπέχουσα τῆς ξηρᾶς, μετὰ τῆς ὁποίας εἶναι ἤδη ἡνωμένη διὰ προσχώσεων. Ἐθεωρεῖτο ἀκραῖον, πρὸς τὴν δύσιν σημεῖον, τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου.

[6] Μαιώτιδα λίμνην ὠνόμαζον τότε τὴν Ἀζοφικὴν θάλασσαν. Αὕτη εἶναι κλειστὴ θάλασσα ὁμοιάζουσα μὲ λίμνην, ἀφοῦ διὰ μόνου τοῦ πορθμοῦ τοῦ Κὲρτς ἐπικοινωνεῖ μετὰ τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Εἶναι ἡ βορειοτέρα διείσδυσις τοῦ Εὐξείνου Πόντου εἰς τὴν Οὐκρανικὴν Ρωσίαν, φρασσομένη πρὸς Νότον ὑπὸ τῆς Κριμαϊκῆς χερσονήσου, ἥτις καὶ Ταυρικὴ ὀνομάζεται.

[7] Ἡ λέξις ἁπλότης τίθεται ἐνταῦθα μὲ φιλοσοφικὴν σημασίαν, ἐκφράζουσα τὴν ἔννοιαν μὴ μεριζομένης ἢ διαιρουμένης καταστάσεως.

[8] Ὁ θεῖος Γρηγόριος ἐννοεῖ ἐνταῦθα τὰ ἑπτὰ πνεύματα περὶ ὧν ὁμιλεῖ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας λέγων· «Καὶ ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται· καὶ ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτὸν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας· ἐμπλήσει αὐτὸν πνεῦμα φόβου Θεοῦ» (Ἡσ. ιαʹ 1-3).

[9] «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. ιζʹ 28).

[10] Περὶ τῆς ἐνταῦθα ἀναφερομένης ὁράσεως τοῦ Κάρπου βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, σελ. 65 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου. Λέγει δὲ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὁ Κάρπος οὗτος εἶναι ὁ ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν κϛʹ (26ην) Μαΐου (βλέπε ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[11] «Εἰρηνεύτε ἐν ἀλλήλοις» (Μάρκ. θʹ 50), «Μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβʹ 18), «Εἰρηνεύετε ἐν ἑαυτοῖς» (Αʹ Θεσσ. εʹ 13).

[12] Τὸ μεγάλον πρόβλημα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγῳδίας, περὶ ἧς μνημονεύει ἐνταῦθα ὁ ἱερὸς Γρηγόριος, ὑπῆρξε διατὶ νὰ ὑποφέρῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ μάλιστα ὁ καλός.

[13] Πρόκειται περὶ τῆς περιφήμου πόλεως τῶν Παρισίων, πρωτευούσης νῦν τῆς Γαλλίας, κληθείσης οὕτω, διότι ἐκτίσθη ἀπὸ τὴν φυλὴν τῶν Παρισίων κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος (100-44 π.Χ.). Κεῖται εἰς τὸ κέντρον τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Παρισίων καὶ ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ὀχθῶν τοῦ ποταμοῦ Σηκουάνα.

[14] Σημειοῦμεν περὶ Γαδείρων ἐν σελ. 79, προσθέτομεν δὲ ἐνταῦθα, ὅτι τὸ ἔξω τῶν Γαδείρων πέλαγος εἶναι ὁ Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός, ὅστις καθὸ ἄγνωστος ἦτο φοβερὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δι’ αὐτὸ καὶ τὸ νὰ ἀνοιχθῇ κανεὶς ἔξω τῶν Γαδείρων ἐθεωρεῖτο παραφροσύνη.

[15] Πρόκλος· Νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος ἀκμάσας κατὰ τὸ 410-485 μ.Χ., ἐκ τῶν τελευταίων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ἐφρόνει συγγενῶς μετὰ τῶν Χριστιανῶν, ἰδίως περὶ τοῦ Θεοῦ.

[16] Τῖτος· αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων (79-81 μ.Χ.).

[17] Δομετιανός· ἀδελφὸς καὶ διάδοχος τοῦ Τίτου (81-96 μ.Χ.).

[18] Κηρύκειον· σύμβολον τοῦ Ἑρμοῦ, χρησιμοποιούμενον ὡς ὄργανον ἐκφράσεως εἰρηνικῶν καὶ διαλλακτικῶν διαθέσεων.

[19] «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ιϛʹ 17).

[20] «Ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα» (Βʹ Κορ. ιβʹ 4).