Τὸ κέντρισμα τῆς συνειδήσεως κατέστη δριμύτερον καὶ ἡ πληγὴ βαρυτέρα δι’ αὐτὸ καὶ ἤρχισε νὰ αἰσθάνεται δραματικὴν τὴν ἀνάγκην τῆς μετανοίας ὁ πληγωμένος ἀπὸ τὸν Διάβολον, νὰ ἀναστενάζῃ συνεχῶς διὰ τὰ σφάλματὰ του καὶ νὰ θρηνῇ ἀκαταπαύστως. Καὶ ἐπειδὴ εἶχε ὑπ’ ὄψιν του, ὃτι ὁ Θεὸς κρίνει μὲ ἐπιείκειαν πλέον, τὸν ἁμαρτωλόν, ἐφ’ ὅσον δι’ αὐτὸν τὸν σκοπόν, διὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐφάνη εἰς τὸν κόσμον ἐν σαρκί, καὶ διὰ νὰ καλέσῃ αὐτοὺς εἰς μετάνοιαν κατεδέχθη τὴν ἀκατανόητον καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους κένωσιν, τί κάμνει; Προσέρχεται εἰς τὸν Ἱεράρχην διὰ νὰ ζητήσῃ συγγνώμην καὶ διὰ τοῦ Ἱεράρχου ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ προσέρχεται εἰς μίαν κατάστασιν ἐλεεινὴν κατὰ τὴν θέαν καὶ δραματικὴν νὰ τὴν περιγράψῃς. Ἡ ψυχή του ἦτο πονεμένη καὶ θλιμμένη, τὸ πρόσωπόν του στυγνὸν καὶ ἀδυνατισμένον, σκελετωμένος, ἐπάνω εἰς τὸ πρόσωπόν του ὑπῆρχον εὐδιάκριτα τὰ σημάδια τῆς ἐσωτερικῆς φλόγας.
Ὅταν λοιπὸν ὁ ἁμαρτήσας προσῆλθεν εἰς τὴν κατάστασιν αὐτὴν καὶ ἀνέμενε την ἐμφάνισιν τοῦ Ἱεράρχου, ὅστις ἐπρόκειτο ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν νὰ προσέλθῃ, παρουσιάζεται εἰς αὐτὸν ὁ Δημόφιλος, ἐγείρεται ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ πλησιάζει τὸ θῦμα τῆς ἁμαρτίας. Ἐνῷ δὲ ἔπρεπε νὰ κλαύσῃ μαζί του καὶ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ πένθος διὰ τὴν ἁμαρτίαν, ἐν τούτοις συμπεριφέρεται μὲ σκληρότητα ἀπέναντι τῆς συντριβῆς αὐτοῦ, ἐξοργίζεται ὡς μανιακός, ὡς νὰ ἐφθόνει διὰ τὴν μετάνοιαν καὶ σωτηρίαν ἐκείνου. Ἀπὸ τὴν στιγμὴν αὐτὴν δημιουργεῖται μία σφοδρὰ φιλονεικία· ὁ μὲν ἁμαρτήσας ἐπεθύμει νὰ συναντήσῃ τὸν Ἱεράρχην, ὁ δε Δημόφιλος ἠμπόδιζεν· ἐκεῖνος ἐπιχειροῦσε μὲ βίαν νὰ εἰσέλθῃ, διότι ἐδιψοῦσε τὴν σωτηρίαν του, ἐνῷ ὁ Δημόφιλος τὸν ἔσπρωχνε καὶ μὲ τὰς δύο του χεῖρας, ἐκεῖνος δὲν ἀπεμακρύνετο, ὁ δὲ ἄλλος ὠργίζετο. Τέλος δὲ ἐπειδὴ ἐξεκαύθη κυριολεκτικῶς ἀπὸ τὸν πόθον τῆς μετανοίας καὶ ἐρρίφθη εἰς τὸ ἔδαφος ἀπὸ τοῦ ὁποίου θὰ διήρχετο ὁ Ἱεράρχης, ἤναψε ὁ θεραπευτὴς ἀπὸ τὸν θυμόν του καὶ ὡς νὰ εἶχε παραφρονήσει τὸν ἐλάκτισε καὶ ἐν συνεχείᾳ διὰ τῶν γρόνθων τοῦ κατεξέσχισε τὸ πρόσωπον καὶ δὲν ἐσταμάτησε, παρὰ μόνον ἀφοῦ τὸν ἔκαμεν ἀγνώριστον ἀπὸ τὸν ξυλοδαρμόν. Αὐτὸ ἦτο τὸ κατόρθωμα τοῦ Δημοφίλου. Μετὰ ἐκαμάρωνε ὡς νὰ ἔκαμε μεγάλο κατόρθωμα καὶ γρήγορα-γρήγορα σπεύδει νὰ τὸ ἀναγγείλῃ εἰς τὸν Διονύσιον· αὐτὸ τὸ ἔκαμε μὲ ἐπιστολήν, εἰς τὴν ὁποίαν, ἐκτὸς τῶν ἄλλων γνωστῶν ἀπὸ τὴν ἀφήγησιν, ἐξαίρει τὴν γενναιότητά του, τὴν ὁποίαν τάχα ἐπέδειξε, ἐκθειάζων λαμπρῶς ἕνα πρὸς ἕνα τὰ περιστατικά.