Διότι δὲν εἶχε φθάσει μόνον εἰς ὕψη ρητορικῆς ἱκανότητος, οὔτε μόνον παρέκυπτε σιωπηλῶς εἰς τὰ Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, εἰς δὲ τοὺς πολλοὺς δὲν ἠδύνατο νὰ γίνεται ἀντιληπτός. Ἀλλ’ ὁμοῦ μετὰ τῆς ὑψηλῆς θεωρίας καὶ τῶν θείων ἀναβάσεων εἰς τὰς ὁποίας αὐτὸς ἀνήρχετο, ἠδύνατο συγχρόνως καὶ εἰς τοὺς ἄλλους νὰ γίνεται ὠφέλιμος, συναναστρεφόμενος μὲν μετὰ τῶν πολλῶν, ἵνα τὰς ἀρετάς του μεταδώσῃ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους, αὐτὸς ὅμως μηδόλως μετέχων ἀπὸ τὰς κακίας ἐκείνων.
Ὅτι βλέπομεν νὰ συμβαίνῃ ἐνταῦθα μὲ τὸ πῦρ, τὸ ἴδιον συνέβαινε καὶ μὲ τὸν εὐλογημένον Διονύσιον· διότι ἐκεῖνο, ἐξ αἰτίας τῆς καυσίμου ὕλης, ποὺ τὸ συντηρεῖ, φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ ἐδῶ, ἐνώπιόν μας· αὐτὸ ὅμως διαρκῶς ἀναβαίνει ὑψηλὰ καὶ φθάνει εἰς ὑψηλότερα ἐπίπεδα, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἐντεῦθεν ἐλαφρότητός του. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβαινε καὶ μὲ τὸν Ἅγιον· οὗτος διὰ λόγους οἰκονομίας ψυχῶν συνανεστρέφετο μὲ τοὺς πολλούς, ὁ νοῦς του ὅμως ὑπῆρχε πλησίον τῶν Ἀγγέλων, χωρὶς αὐτός, ἐξ ἀφορμῆς αὐτῆς τῆς συναναστροφῆς, νὰ ἐκπίπτῃ ἀπὸ τὴν θεοειδῆ κατάστασιν τοῦ νοός, ἀλλά, ἀπ’ ἐναντίας, ἀναβίβαζεν ὑπεράνω τῆς ὕλης τοὺς ὑλικὰ καὶ γήϊνα φρονοῦντας, ἔχοντας δὲ ταπεινὸν φρόνημα, καὶ ἐτοποθέτει αὐτοὺς νοερῶς ὑπεράνω τῶν ὁρωμένων. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐξετέλει τὸ ἔργον τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων αἱ ὁποῖαι θωπεύουν καὶ ἐπικοινωνοῦν ἀδιακρίτως μὲ ρυπαροὺς καὶ ἀρρυπάντους, καὶ μὲ δυσώδεις καὶ μὲ καθαρούς, χωρίς, ἐξ αἰτίας τῆς ἐπαφῆς αὐτῆς, νὰ προσλαμβάνουν οἱανδήποτε ἰδιότητα ἐκ τῶν εἰς ἃ προσπίπτουν ἀντικειμένων, ἀλλ’ ἀπεναντίας ἔχουν τὴν δύναμιν νὰ ἀπαλλάσσουν τῆς ἀηδίας ὅσα βεβαίως ἀντικείμενα εἶναι δεκτικὰ τοιαύτης ἀπαλλαγῆς. Ἐὰν δὲ δὲν εἶναι τολμηρὸν νὰ τὸ εἴπω, ὁ Ἅγιος Διονύσιος κατέστη μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ μου, ὅστις, ὅταν παρέστη ἀνάγκη νὰ ἀναγάγῃ τοὺς καταπεσόντας ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, κατῆλθε μὲν εἰς τὴν γῆν, κενώσας ἑαυτὸν διὰ τῆς ταπεινώσεως, καὶ ἀνήγαγε τὸν πεσόντα, χωρὶς ὅμως νὰ ἐξέλθῃ τῶν ὅρων τῆς θεότητός του.
Φθάσας εἰς τὸ μέρος αὐτὸ τῆς ὁμιλίας μου ἀπορῶ τί νὰ εἴπω πρῶτον καὶ τί τελευταῖον· μᾶλλον μὴ τυχὸν δι’ ὅσων εἴπω πέσω μακρὰν τῆς πραγματικότητος καὶ μὲ τοὺς πτωχούς μου λόγους περιορίσω τὸ πλῆθος τῶν καλῶν του. Τί νὰ ἐπαινέσω προηγουμένως; τὴν φιλανθρωπίαν, ὅταν ὡμίλει πρὸς τὰ πλήθη καὶ ἦτο πρόθυμος νὰ γίνῃ τοῖς πᾶσι τὰ πάντα διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὴν πνευματικήν των οἰκοδομήν;