Λόγος εἰς τὸν Μέγαν Ἱεράρχην ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ τὸν Ἀρεοπαγίτην, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β’ τοῦ Κυπρίου Πατριάρχου Κων/πόλεως.

δι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ἀναμνησθῶ εἰς τὸν λόγον αὐτὸν οὔτε ἐπιφανοῦς πατρίδος, οὔτε εὐγενείας προγόνων, οὔτε λαμπρότητος βίου, οὔτε οἱουδήποτε ἄλλου γνωρίσματος, διὰ τὰ ὁποῖα μεγαλοφρονοῦσιν οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὰ ὁποῖα θεωροῦν περισπούδαστα οἱ πολλοί, διότι, κατὰ τὴν γνώμην μου, δὲν ἔχουν ποῦ ἀλλοῦ νὰ στηριχθοῦν, διὰ νὰ ἐξάρουν τὰ κατορθώματά τους. Διότι προκειμένου περὶ πνευματικοῦ καὶ λογίου ἀνδρός, τοῦ ὁποίου ὁ ἔπαινος εὑρίσκεται εἰς τὸ Εὐαγγέλιον καὶ ἔγινεν ἀξιοθαύμαστος λόγῳ τῆς ἀρετῆς του, τὰ κοσμικὰ καὶ ἐφήμερα αὐτὰ γνωρίσματα μιᾶς φευγαλέας δόξης καὶ ἀξίας εἶναι τελείως περιττὸν καὶ νὰ τὰ ἀναφέρῃ κανείς.

Ἀπ’ ἐναντίας θὰ ἐξάρω εἰς τὴν ὁμιλίαν μου τὴν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς του, τὸν ζῆλον του ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας, καὶ τοὺς ἀγῶνας του, ὥστε, ὅσον τὸ δυνατόν, νὰ θαυμάσωμεν τὸ ὕψος τοῦ Ἁγίου, καὶ οὕτω νὰ καταστήσω γνωστὸν λεπτομερῶς, εἰς ὅσους ἐνδεχομένως δὲν γνωρίζουν τὰ κατὰ τὸν Ἅγιον, πῶς ἀνῆλθεν εἰς θέωσιν καὶ ποίων πραγμάτων δύναται νὰ ἀπολαύσῃ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παρίδῃ τὰ ἐπίγεια καὶ μὲ εἰλικρίνειαν ἀκολουθήσῃ τὸν Θεόν.

Αἱ Ἀθῆναι ὑπῆρξαν ἡ πατρὶς τοῦ Μεγάλου Διονυσίου. Καὶ ποῖος δὲν γνωρίζει πόσον ἡ πόλις αὐτὴ ἔχει ἐξυμνηθῆ καὶ πόσον ὑφ’ ὅλων ἔχει διακηρυχθῆ, ὅτι ὑπερέχει ὄχι μόνον ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας βαρβαρικὰς πόλεις ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰς τὰς ἑλληνικάς, τόσον πολύ, ὅσον οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ πόσον ἀπὸ ὅλους πάλιν τοὺς Ἕλληνας ὑπερτεροῦν οἱ κάτοικοι τῆς λαμπρᾶς αὐτῆς πόλεως. Ἐὰν δὲ εὑρεθῇ κανεὶς καὶ ζητήσῃ ἀπόδειξιν τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ, θὰ τὸν παραπέμψωμεν εἰς τοὺς ποιητὰς καὶ τοὺς λογογράφους, οἱ ὁποῖοι κατήγοντο ἀπὸ τὴν πόλιν αὐτήν, καὶ οἱ ὁποῖοι τὸν πνευματικὸν χῶρον τῆς πόλεως αὐτῆς ἐπέλεξαν ὡς περιοχὴν καὶ πηγὴν τῆς ἐμπνεύσεώς των. Ὅλοι παραδέχονται, ὅτι δι’ αὐτὴν τὴν πόλιν δύνανται νὰ εἴπουν συγχρόνως καὶ πολλὰ καὶ τίποτε· ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ἀπὸ παντοῦ δύναταί τις νὰ λάβῃ πολλὰς τὰς ἀφορμὰς τῶν ἐγκωμίων, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι δὲν θὰ εὑρεθῇ κανεὶς ποὺ νὰ μὴ ἀπορήσῃ πῶς οἱ λόγοι τῶν ἐγκωμίων του θὰ εἶναι ἀνάλογοι πρὸς τὴν πραγματικότητα.

Ἀλλὰ καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἁγίου, ἐὰν κανεὶς καὶ αὐτὸ ἐπιθυμῇ νὰ ἐξετάσῃ, δὲν φαίνεται κατωτέρα τῆς ἀξίας τῆς πόλεως. Ποία δὲ ἦτο ἡ κοινωνική του θέσις εἰς μίαν τοιαύτην πόλιν, διακρινομένην διὰ τὴν ἀρτιωτέραν καὶ τελειοτέραν ὀργάνωσιν τῆς πολιτείας της, φανερώνει ἡ ἐπωνυμία του Ἀρεοπαγίτης, ἐκ τοῦ Δικαστηρίου τοῦ Ἀρείου Πάγου καὶ ἡ ἐν αὐτῷ ἰδιότης του ὡς δικαστοῦ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ ῥήτωρ ἐννοεῖ τὰ πνευματικὰ καὶ μυσταγωγικὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου· «Περὶ Οὐρανίας Ἱεραρχίας», «Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας», «Περὶ Θείων Ὀνομάτων», «Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας».

[2] «Εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον» (Πράξ. ιζʹ 21).

[3] «Τί ἂν θέλῃ ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν» (Πράξ. ιζʹ 18).

[4] «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί» (Αʹ Κορ. αʹ 18).

[5] Γάδειρα εἶναι ὁ νῦν Κάδιξ τῆς νοτίου Ἱσπανίας πλησίον τοῦ πορθμοῦ τοῦ Γιβραλτὰρ ἐπὶ τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Τότε αὕτη ἦτο νῆσος, μικρὸν ἀπέχουσα τῆς ξηρᾶς, μετὰ τῆς ὁποίας εἶναι ἤδη ἡνωμένη διὰ προσχώσεων. Ἐθεωρεῖτο ἀκραῖον, πρὸς τὴν δύσιν σημεῖον, τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου.

[6] Μαιώτιδα λίμνην ὠνόμαζον τότε τὴν Ἀζοφικὴν θάλασσαν. Αὕτη εἶναι κλειστὴ θάλασσα ὁμοιάζουσα μὲ λίμνην, ἀφοῦ διὰ μόνου τοῦ πορθμοῦ τοῦ Κὲρτς ἐπικοινωνεῖ μετὰ τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Εἶναι ἡ βορειοτέρα διείσδυσις τοῦ Εὐξείνου Πόντου εἰς τὴν Οὐκρανικὴν Ρωσίαν, φρασσομένη πρὸς Νότον ὑπὸ τῆς Κριμαϊκῆς χερσονήσου, ἥτις καὶ Ταυρικὴ ὀνομάζεται.

[7] Ἡ λέξις ἁπλότης τίθεται ἐνταῦθα μὲ φιλοσοφικὴν σημασίαν, ἐκφράζουσα τὴν ἔννοιαν μὴ μεριζομένης ἢ διαιρουμένης καταστάσεως.

[8] Ὁ θεῖος Γρηγόριος ἐννοεῖ ἐνταῦθα τὰ ἑπτὰ πνεύματα περὶ ὧν ὁμιλεῖ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας λέγων· «Καὶ ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται· καὶ ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτὸν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας· ἐμπλήσει αὐτὸν πνεῦμα φόβου Θεοῦ» (Ἡσ. ιαʹ 1-3).

[9] «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. ιζʹ 28).

[10] Περὶ τῆς ἐνταῦθα ἀναφερομένης ὁράσεως τοῦ Κάρπου βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, σελ. 65 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου. Λέγει δὲ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὁ Κάρπος οὗτος εἶναι ὁ ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν κϛʹ (26ην) Μαΐου (βλέπε ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[11] «Εἰρηνεύτε ἐν ἀλλήλοις» (Μάρκ. θʹ 50), «Μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβʹ 18), «Εἰρηνεύετε ἐν ἑαυτοῖς» (Αʹ Θεσσ. εʹ 13).

[12] Τὸ μεγάλον πρόβλημα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγῳδίας, περὶ ἧς μνημονεύει ἐνταῦθα ὁ ἱερὸς Γρηγόριος, ὑπῆρξε διατὶ νὰ ὑποφέρῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ μάλιστα ὁ καλός.

[13] Πρόκειται περὶ τῆς περιφήμου πόλεως τῶν Παρισίων, πρωτευούσης νῦν τῆς Γαλλίας, κληθείσης οὕτω, διότι ἐκτίσθη ἀπὸ τὴν φυλὴν τῶν Παρισίων κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος (100-44 π.Χ.). Κεῖται εἰς τὸ κέντρον τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Παρισίων καὶ ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ὀχθῶν τοῦ ποταμοῦ Σηκουάνα.

[14] Σημειοῦμεν περὶ Γαδείρων ἐν σελ. 79, προσθέτομεν δὲ ἐνταῦθα, ὅτι τὸ ἔξω τῶν Γαδείρων πέλαγος εἶναι ὁ Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός, ὅστις καθὸ ἄγνωστος ἦτο φοβερὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δι’ αὐτὸ καὶ τὸ νὰ ἀνοιχθῇ κανεὶς ἔξω τῶν Γαδείρων ἐθεωρεῖτο παραφροσύνη.

[15] Πρόκλος· Νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος ἀκμάσας κατὰ τὸ 410-485 μ.Χ., ἐκ τῶν τελευταίων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ἐφρόνει συγγενῶς μετὰ τῶν Χριστιανῶν, ἰδίως περὶ τοῦ Θεοῦ.

[16] Τῖτος· αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων (79-81 μ.Χ.).

[17] Δομετιανός· ἀδελφὸς καὶ διάδοχος τοῦ Τίτου (81-96 μ.Χ.).

[18] Κηρύκειον· σύμβολον τοῦ Ἑρμοῦ, χρησιμοποιούμενον ὡς ὄργανον ἐκφράσεως εἰρηνικῶν καὶ διαλλακτικῶν διαθέσεων.

[19] «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ιϛʹ 17).

[20] «Ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα» (Βʹ Κορ. ιβʹ 4).