δι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ἀναμνησθῶ εἰς τὸν λόγον αὐτὸν οὔτε ἐπιφανοῦς πατρίδος, οὔτε εὐγενείας προγόνων, οὔτε λαμπρότητος βίου, οὔτε οἱουδήποτε ἄλλου γνωρίσματος, διὰ τὰ ὁποῖα μεγαλοφρονοῦσιν οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὰ ὁποῖα θεωροῦν περισπούδαστα οἱ πολλοί, διότι, κατὰ τὴν γνώμην μου, δὲν ἔχουν ποῦ ἀλλοῦ νὰ στηριχθοῦν, διὰ νὰ ἐξάρουν τὰ κατορθώματά τους. Διότι προκειμένου περὶ πνευματικοῦ καὶ λογίου ἀνδρός, τοῦ ὁποίου ὁ ἔπαινος εὑρίσκεται εἰς τὸ Εὐαγγέλιον καὶ ἔγινεν ἀξιοθαύμαστος λόγῳ τῆς ἀρετῆς του, τὰ κοσμικὰ καὶ ἐφήμερα αὐτὰ γνωρίσματα μιᾶς φευγαλέας δόξης καὶ ἀξίας εἶναι τελείως περιττὸν καὶ νὰ τὰ ἀναφέρῃ κανείς.
Ἀπ’ ἐναντίας θὰ ἐξάρω εἰς τὴν ὁμιλίαν μου τὴν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς του, τὸν ζῆλον του ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας, καὶ τοὺς ἀγῶνας του, ὥστε, ὅσον τὸ δυνατόν, νὰ θαυμάσωμεν τὸ ὕψος τοῦ Ἁγίου, καὶ οὕτω νὰ καταστήσω γνωστὸν λεπτομερῶς, εἰς ὅσους ἐνδεχομένως δὲν γνωρίζουν τὰ κατὰ τὸν Ἅγιον, πῶς ἀνῆλθεν εἰς θέωσιν καὶ ποίων πραγμάτων δύναται νὰ ἀπολαύσῃ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παρίδῃ τὰ ἐπίγεια καὶ μὲ εἰλικρίνειαν ἀκολουθήσῃ τὸν Θεόν.
Αἱ Ἀθῆναι ὑπῆρξαν ἡ πατρὶς τοῦ Μεγάλου Διονυσίου. Καὶ ποῖος δὲν γνωρίζει πόσον ἡ πόλις αὐτὴ ἔχει ἐξυμνηθῆ καὶ πόσον ὑφ’ ὅλων ἔχει διακηρυχθῆ, ὅτι ὑπερέχει ὄχι μόνον ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας βαρβαρικὰς πόλεις ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰς τὰς ἑλληνικάς, τόσον πολύ, ὅσον οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ πόσον ἀπὸ ὅλους πάλιν τοὺς Ἕλληνας ὑπερτεροῦν οἱ κάτοικοι τῆς λαμπρᾶς αὐτῆς πόλεως. Ἐὰν δὲ εὑρεθῇ κανεὶς καὶ ζητήσῃ ἀπόδειξιν τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ, θὰ τὸν παραπέμψωμεν εἰς τοὺς ποιητὰς καὶ τοὺς λογογράφους, οἱ ὁποῖοι κατήγοντο ἀπὸ τὴν πόλιν αὐτήν, καὶ οἱ ὁποῖοι τὸν πνευματικὸν χῶρον τῆς πόλεως αὐτῆς ἐπέλεξαν ὡς περιοχὴν καὶ πηγὴν τῆς ἐμπνεύσεώς των. Ὅλοι παραδέχονται, ὅτι δι’ αὐτὴν τὴν πόλιν δύνανται νὰ εἴπουν συγχρόνως καὶ πολλὰ καὶ τίποτε· ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ἀπὸ παντοῦ δύναταί τις νὰ λάβῃ πολλὰς τὰς ἀφορμὰς τῶν ἐγκωμίων, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι δὲν θὰ εὑρεθῇ κανεὶς ποὺ νὰ μὴ ἀπορήσῃ πῶς οἱ λόγοι τῶν ἐγκωμίων του θὰ εἶναι ἀνάλογοι πρὸς τὴν πραγματικότητα.
Ἀλλὰ καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἁγίου, ἐὰν κανεὶς καὶ αὐτὸ ἐπιθυμῇ νὰ ἐξετάσῃ, δὲν φαίνεται κατωτέρα τῆς ἀξίας τῆς πόλεως. Ποία δὲ ἦτο ἡ κοινωνική του θέσις εἰς μίαν τοιαύτην πόλιν, διακρινομένην διὰ τὴν ἀρτιωτέραν καὶ τελειοτέραν ὀργάνωσιν τῆς πολιτείας της, φανερώνει ἡ ἐπωνυμία του Ἀρεοπαγίτης, ἐκ τοῦ Δικαστηρίου τοῦ Ἀρείου Πάγου καὶ ἡ ἐν αὐτῷ ἰδιότης του ὡς δικαστοῦ.