Καὶ τοῦτο διότι ἤθελε θεωρηθῆ αἰσχρὸν καὶ τελείως ξένον πρὸς τὰ αἰσθήματα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ἐάν, διὰ μὲν τοὺς φυσικούς μας πατέρας ὑπάρχῃ νόμος, ὅστις ἐπιβάλλει νὰ ἀποδίδωμεν εἰς αὐτοὺς πᾶσαν δυνατὴν τιμὴν καὶ εὐγνωμοσύνην πάντοτε, ἐνῷ διὰ τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς εὐσεβείας, οἱ ὁποῖοι ἐφρόντισαν νὰ μᾶς ἀφήσουν πρὸς μελέτην καὶ ὠφέλειαν οὐράνια καὶ ζωογόνα συγγράμματα [1], νὰ μὴ ἐσπεύδομεν οὔτε διὰ λόγου νὰ ἐκδηλώσωμεν τὴν εὐγνωμοσύνην μας, ἐξυμνοῦντες οὕτω τὴν εἰς ἡμᾶς γενομένην παρ’ ἐκείνων χάριν· ἡ τοιαύτη μάλιστα ἔκφρασις τῆς ἐξυμνούσης τὴν χάριν εὐγνωμοσύνης συνιστᾷ σημαντικώτερον καθῆκον παρ’ ὅ,τι ἡ ἔκτισις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τοὺς φυσικοὺς πατέρας. Καὶ τὰ δύο καθήκοντα, πρός τε τοὺς φυσικοὺς πατέρας καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς εὐσεβείας, εἶναι ἀνώτερα τῆς ἐκείνων πρὸς ἡμᾶς εὐεργεσίας.
Ἐὰν δὲ κανεὶς ἰσχυρισθῇ δικαιολογούμενος, ὅτι παραιτεῖται τελείως τοῦ καθήκοντος, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἐκπληρώσῃ κατ᾽ ἀξίαν, ἀνάλογον τῆς εὐεργεσίας, ἂς γνωρίζῃ ὁ τοιοῦτος ὅτι δὲν σκέπτεται λογικά, οὔτε δὲ καὶ εἰς ὀρθὸν συμπέρασμα φέρει αὐτὸς ὁ λογισμός. Διότι πρῶτον μὲν ὅσον τὸ προκείμενον καθῆκον, ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ἀνάγκη, φαίνεται δυσκολοκατόρθωτον, ἢ ὅτι εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ λόγου, ἐπὶ τοσοῦτον καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸ ἐπιχειροῦσε, θὰ ἐκρίνετο ἄξιος πολλῆς συγγνώμης, ἐφ’ ὅσον δὲν θὰ προσήγγιζε τὴν ἀξίαν τῶν τιμωμένων προσώπων ἐξ ἀντιθέτου, ἡ ἀμέλεια διὰ τὴν ἐκτέλεσιν αὐτῶν τῶν ὑποχρεώσεων ἀποτελεῖ καθαρὸν σφάλμα τῆς προαιρέσεως, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου καὶ κατηγορία, οὐχὶ ἀναξία λόγου, θὰ διατυπωθῇ ἀπὸ τὸν καθένα. Πρέπει λοιπὸν νὰ μὴ πολυσυζητῶμεν διὰ τὸ ἀνεύθυνον, διὰ νὰ μὴ παρουσιασθῇ κανεὶς νὰ κατηγορήσῃ σφροδρότερον δι’ ἀμέλειαν τοῦ ὀρθοῦ.
Ἐκτὸς τοῦ ἀνωτέρω ἐπιχειρήματος, ποὺ δικαιολογεῖ ἀπόδοσιν, μετριωτέραν τῆς ἀξίας τοῦ τιμωμένου, ὑπάρχει καὶ δεύτερον· εἰς τὰς τοιαύτας δηλαδὴ τιμητικάς, ἐξ εὐγνωμοσύνης, ἐκδηλώσεις παρίσταται ἀνάγκη αὗται νὰ μὴ εἶναι πενιχρότεραι μόνον κατὰ τὴν ἀξίαν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ οἱ τιμῶντες διὰ τῶν ἐκδηλώσεων αὐτῶν νὰ ἀσκοῦν τὴν ἀρετὴν καὶ νὰ ἐργάζωνται τὴν ἐντολήν· διότι ἄλλος ὀλιγώτερον, ἄλλος περισσότερον ἐνασχολεῖται μὲ αὐτά, πλὴν ὅμως, διὰ νὰ εἴπωμεν συντόμως, ἄνθρωπος, ὅστις νὰ κατώρθωσε ἰδανικὴν καὶ τελείαν ἐνάσκησιν τῆς ἀρετῆς, ὡς καὶ ἀπολύτως ἐπιτυχῆ ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν, δὲν ὑπάρχει.