Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΑΒΡΑΜΙΟΥ καὶ ΜΑΡΙΑΣ τῆς αὐτοῦ ἀνεψιᾶς.

Εἶχεν ἀδελφὸν κατὰ σάρκα ὁ Ὅσιος πλουσιώτατον, ὅστις ἀπέθανε καὶ ἀφῆκε θυγατέρα ἑπτὰ ἐτῶν, Μαρίαν ὀνόματι, τὴν ὁποίαν ἔφερον οἱ συγγενεῖς εἰς τὸν Γέροντα, διὰ νὰ τὴν διδάξῃ πῶς νὰ διάγῃ. Τὴν ἐκράτησε λοιπὸν εἰς τὸ ἔξω κελλίον καὶ τὴν ἐδίδασκεν ἀπὸ μίαν θυρίδα τὰ γράμματα, νουθετῶν αὐτῆν καὶ ὁδηγῶν εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου. Ἐκείνη δέ, ὡς συνετὴ καὶ φρόνιμος, προέκοπτεν εἰς τὴν ἀρετὴν καθ’ ἑκάστην καὶ ἐσπούδαζε νὰ μιμῆται τὸν θεῖόν της, ὅστις βλέπων αὐτῆς τὴν πολλὴν προθυμίαν ἠγάλλετο καὶ ἐδέετο τοῦ Κυρίου νὰ τὴν περισκέπῃ καὶ νὰ τὴν φυλάττῃ ἀπὸ τὰς ἐνέδρας τοῦ δαίμονος. Διὰ νὰ τὴν λυτρώσῃ δὲ ἀπὸ πᾶσαν φροντίδα γηΐνην, προσέταξεν ὁ Ἅγιος νὰ δώσωσιν εἰς τοὺς πτωχοὺς ὅλον τὸν πλοῦτον τοῦ πατρός της. Διῆλθε λοιπὸν ἡ Μαρία ἔτη δώδεκα πολιτευομένη μετὰ τοῦ θείου αὐτῆς ἐνάρετα καὶ θαυμάσια. Ἀλλ’ ὁ ἐχθρὸς τῆς σωφροσύνης ἐφθόνησε καὶ διὰ νὰ ἐμποδίσῃ τὴν σωτηρίαν αὐτῆς καὶ νὰ λυπήσῃ καὶ τὸν Ὅσιον εἰς τὸ γῆράς του, ἔτρωσεν εἰς τὴν ἀγάπην αὐτῆς ἕνα Μοναχόν, ὅστις ἤρχετο πολλάκις καὶ ἔβλεπε τὸν Ἀβράμιον.

Οὕτω λοιπόν, ὅσον παρήρχοντο αἱ ἡμέραι, τόσον καὶ ὁ ἔρως ηὔξανε καὶ τὴν παρεκίνει πολὺ ὁ ἀκόλαστος Μοναχὸς εἰς μῖξιν σαρκός, ἡ ὁποία ὡς γυνὴ καὶ αὐτὴ ἐνικήθη καὶ ἐξελθοῦσα ἀπὸ τὴν θυρίδα ἔπεσεν εἰς τὴν ἁμαρτίαν μὲ ἐκεῖνον τὸν μιαρόν. Εὐθὺς ὅμως ὡς ἐτέλεσε τὴν βδελυρὰν πρᾶξιν, ἐπλήγη τὴν ψυχὴν ἡ Μαρία καὶ μετενόησε πικρῶς, διότι ἐνικήθη ὑπὸ τοῦ δαίμονος καὶ κατανυγεῖσα ἐθρήνει τὴν ἀπώλειαν αὐτῆς ταῦτα βοῶσα· «Οὐαί μοι τῇ ἀσέμνῳ! πῶς ὕβρισα τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν βασιλικὴν εἰκόνα ἐμόλυνα! φεῦ μοι τῇ ταλαιπώρῳ καὶ παναθλίᾳ! διότι τὰς πρὸς τὸν Θεὸν συνθήκας ἠθέτησα καὶ τὸ τῆς χειρὸς αὐτοῦ πλάσμα ἐμίανα· διὰ μικρὰν δὲ ἡδονὴν ὅλον τὸν κόπον τῶν προτέρων ἀγώνων ἀπώλεσα. Μὲ ποίους ὀφθαλμοὺς νὰ ἀτενίσω εἰς τὸν οὐρανόν; μὲ ποίαν γλῶσσαν καὶ χείλη νὰ ποιήσω πρὸς Κύριον δέησιν, ἀφ’ οὗ ἐμολύνθησαν μὲ τὴν ἁμαρτίαν πάντα τὰ μέλη μου; μὲ ποίαν παρρησίαν νὰ προσέλθω εἰς τὴν θυρίδα, νὰ συνομιλήσω μὲ τὸν Ἅγιον Γέροντα; πῶς νὰ ἀκούσω τὰ γλυκέα του λόγια, ἀφ᾽ οὗ παρέβην τὰς ἐντολάς του καὶ κατεφρόνησα τὰς ἐπαγγελίας του ἡ μιαρὰ καὶ παμβέβηλος; Ὤ! καὶ νὰ εἶχον ἀποθάνει πρὸς τῆς ἁμαρτίας ἡ τάλαινα, νὰ εἶχα τὴν παρθενίαν μου ἄσπιλον! Ἀλλὰ τώρα μὲ τόσας πηγὰς δακρύων θὰ δυνηθῶ νὰ ἐκπλύνω τὸν ρύπον τῆς ἀνομίας μου;». Ταῦτα καὶ ἄλλα ὅμοια ἔλεγεν, ἐπειδὴ τὴν ἔρριψεν ὁ πονηρὸς εἰς ἀπόγνωσιν, διὰ νὰ μὴ ἔλθῃ ὕστερον εἰς μετάνοιαν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐν ἄλλοις τὸ ὄνομα τῆς πολίχνης ταύτης γράφεται Βὲθ-Κιδυνὰ τῆς Μεσοποταμίας.