Ἔπειτα, ὅταν εἶδεν ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν πλέον νὰ τοῦ φύγῃ τὸ θήραμα, ἀπορρίψας τὴν ὑπόκρισιν, ἀποκαλύπτει εἰς αὐτὴν τὸν ἔσω Ἀβράμιον καὶ ἐκβάλλων τὰ στολίδια ἀπὸ τὴν κεφαλήν της, καὶ βαρέως στενάξας εἶπεν· «Μαρία μου, ἐλησμόνησας τὸν πατέρα σου; τίς ἦτο ἡ αἰτία τῆς ἀπωλείας σου; ποῦ εἶναι τὸ Ἀγγελικὸν ἐκεῖνο σχῆμα τῆς παρθενίας σου; ποῦ ὁ ἐσταυρωμένος βίος καὶ τὸ τῆς κατανύξεως δάκρυον; πῶς ἐξέπεσες ἀπὸ τοσοῦτον ὕψος τῶν ἀρετῶν εἰς τοιαύτης αἰσχύνης ἔσχατον βάραθρον; διατὶ δὲν μοῦ ὡμολόγησας τὴν ἁμαρτίαν σου, ἵνα ποιήσωμεν μετὰ τοῦ φίλου μας τοῦ Ἐφραὶμ πρὸς Κύριον δέησιν μετὰ δακρύων, νὰ σοῦ συγχωρήσῃ τὸ ἁμάρτημα, ἀλλὰ ἔπεσες τελείως εἰς τὴν ἀπόγνωσιν; Δὲν γνωρίζεις ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέτρητον καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ τοὺς μετανοοῦντας ἁμαρτωλούς, ὡς ἡ μήτηρ τὰ τέκνα της, καὶ τοὺς συγχωρεῖ ὅλα των τὰ πταίσματα; Λοιπὸν παρακαλῶ σε, ἂς ὑπάγωμεν εἰς τὸ κελλίον μας, νὰ ἀρχίσῃς πάλιν τὴν προτέραν διαγωγήν, νὰ καταισχύνῃς τὸν δαίμονα. Ναί, τέκνον, δέομαί σου, ἐπάκουσόν μου καὶ μὴ μὲ ἀφήσῃς νὰ ἀποθάνω περίλυπος εἰς τὸ γῆράς μου».
Ταῦτα ἔλεγεν ὁ Ὅσιος, ἡ δὲ Μαρία ἵστατο ἄφωνος καὶ ἀκίνητος ἀπὸ τὴν μεγάλην της ἐντροπήν, βλέπουσα εἰς τὴν γῆν καὶ μὴ τολμῶσα νὰ τὸν ἴδῃ εἰς τὸ πρόσωπον. Διὰ νὰ τῆς δώσῃ λοιπὸν θάρρος, εἶπε πάλιν εἰς αὐτὴν μὲ πολλὴν πρᾳότητα· «Διατί δὲν μοῦ ἀποκρίνεσαι, τέκνον μου; δὲν γνωρίζεις, ὅτι διὰ τὴν σωτηρίαν σου ἐποίησα τόσην ὁδοιπορίαν, ἐνεδύθην τοιοῦτον σχῆμα, ἔφαγα κρέας καὶ τὰ λοιπά, τὰ ὁποῖα εἶδες, ἐτέλεσα; μὴ λυπῆσαι λοιπόν, διότι δὲν εἶναι κανὲν ἁμάρτημα τῆς ψυχῆς ἀθεράπευτον· ἐπάνω μου ἂς εἶναι ἡ ἀνομία σου· ἐγὼ νὰ ἀπολογηθῶ διὰ σὲ εἰς τὸν Χριστὸν τὴν ὥραν τῆς κρίσεως· μόνον ἐλθὲ μετ’ ἐμοῦ νὰ ὑπάγωμεν πάλιν εἰς τὸ κελλίον μας». Ἡ δὲ ἀπεκρίθη μὲ ταπεινὴν λαλιὰν καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Ἐὰν ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐντροπὴν δὲν τολμῶ νὰ ἀτενίσω μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸ πρόσωπόν σου, τίμιε Πάτερ, πῶς νὰ δυνηθῶ νὰ βλέπω τὴν ἁγίαν Εἰκόνα τοῦ Δεσπότου μου καὶ μὲ ποῖα χείλη νὰ προσεύχωμαι ἡ τοσοῦτον μεμολυσμένη καὶ βέβηλος;». Ὁ δὲ Αβράμιος πάλιν εἶπεν· «Ἐπάνω εἰς τὴν ψυχήν μου, τέκνον, ἡ ἀνομία σου καὶ εἰς τὸν τράχηλόν μου τὸ φορτίον σου· μόνον ἂς πορευθῶμεν εἰς τὴν προτέραν ὁδόν, νὰ εὕρωμεν τὸν θεῖον Ἐφραίμ, ὅστις ἔχει θλῖψιν μεγάλην διὰ σέ, νὰ εὐφρανθῇ διὰ τὴν μετάνοιάν σου».