Διῆλθε δὲ οὕτω καθ’ ὅλην τὴν ἄσκησιν αὐτοῦ, ἥτις διήρκεσεν ἔτη πεντήκοντα, καθ’ ὅλον δὲ τὸ διάστημα τοῦτο οὐδόλως ἠμέλησεν οὔτε ἤλλαξε τὸν κανόνα ἢ τὴν ἐγκράτειαν, ἀλλὰ καθὼς ἤρχισεν, οὕτως ἀόκνως καὶ ἐπιμελῶς ἠγωνίσθη ἕως τέλους, ἔλαμπε δὲ ὡς φῶς ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ εἰς ὅλους τοὺς πέριξ ἐκεῖ τόπους. Ὅθεν ὁ Δεσπότης Χριστὸς τὸν ἐτίμησε καὶ μὲ ἀποστολικὴν ἀξίαν, χειροτονήσας αὐτὸν (ὡς κατωτέρω θέλομεν γράψει σαφέστερον) καὶ τὸν ἠξίωσε νὰ γίνη πιπτόντων ἀνάστασις καὶ «φῶς τῶν ἐν σκότει» (Ρωμ. β’ 19).
Ὑπῆρχε χωρίον τι εἰς τόπον ἐκεῖνον πολυάνθρωπον καλούμενον Ταινία [1], οἱ δὲ κάτοικοι αὐτοῦ ἦσαν εἰδωλολάτραι καὶ ἀτίθασοι ἄνθρωποι, πολλοὺς δὲ Ἱερεῖς καὶ Διακόνους ἔστειλεν ὁ Ἐπίσκοπος τῆς χώρας ἐκείνης διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσωσιν εἰς τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἠδυνήθη νὰ ἐπιτύχῃ τοῦτο. Ὄχι δὲ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἐπέστρεφον τετραυματισμένοι καὶ διαφόρως βεβασανισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀνηλεεῖς αὐτοὺς καὶ βαρβάρους. Ἀπορῶν λοιπὸν ὁ Ἀρχιερεὺς εἰς αὐτὸ καὶ μὴ γινώσκων ποῖον νὰ εὕρῃ ἄξιον τοιαύτης διακονίας, ἐνεθυμήθη τὸν Ἀβράμιον καὶ ἐξ Ἁγίου Πνεύματος φωτισθείς, γινώσκων τὰς ἀρετὰς τοῦ ἀνδρός, διενοήθη νὰ τὸν χειροτονήσῃ Ἱερέα καὶ νὰ τὸν στείλῃ εἰς τὸ ρηθὲν χωρίον, μήπως δυνηθῇ μὲ τὴν πολλὴν αὐτοῦ καρτερίαν καὶ ταπείνωσιν νὰ τοὺς ἐπιστρέψῃ. Οἱ δὲ Κληρικοὶ ἅπαντες ἐπῄνεσαν τὴν γνώμην τοῦ Ἐπισκόπου, λέγοντες ὅτι ὁ Ἀβράμιος ὄντως ἦτο ἄξιος εἰς τοῦτο. Ἀπῆλθε λοιπὸν εὐθὺς μὲ ὅλον τὸν Κλῆρον εἰς τὸ κελλίον αὐτοῦ καὶ ἀσπασάμενοι ἀλλήλους, τοῦ ἀνέφερε διὰ τὸ χωρίον ἐκεῖνο, παρακαλῶν αὐτὸν νὰ ἀναλάβῃ τοιαύτην διακονίαν. Ὁ δὲ Ὅσιος ταῦτα ἀκούσας ἐστέναξε λέγων· «Τίς εἶμαι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, κύριέ μου, νὰ λάβω τοιοῦτον μέγεθος Ἱερωσύνης ἐπάνω μου, νὰ γίνω διδάσκαλος; παρακαλῶ σε, ἄφες με διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ νὰ κλαίω τὰς ἁμαρτίας μου».
Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἠγωνίσθη ὁ Ἐπίσκοπος ἐπὶ πολύ, φέρων εἰς τὸν Ἅγιον παραδείγματα διαφόρων Ἁγίων, μὲ τὰ ὁποῖα προσεπάθει νὰ τὸν κάμῃ νὰ δεχθῇ τὴν Ἱερωσύνην καὶ δὲν ἠδυνήθη, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Γνωρίζω, τέκνον μου ποθεινότατον, ὃτι δύνασαι, μὲ τὴν Χάριν βεβαίως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μὲ τὰ ἔργα καὶ τοὺς λόγους σου, νὰ τοὺς ἐπιστρέψῃς· ὅθεν μὴ ζημιωθῇς τοσοῦτον μισθὸν διὰ τὴν ἀμέλειάν σου καὶ ἀφήσῃς τόσας ψυχὰς νὰ κολάζωνται, διότι μεγάλην ἀνταπόδοσιν ἔχεις νὰ λάβῃς παρὰ Θεοῦ διὰ τὸ ἔργον τοῦτο».