Ὁ βασιλεύς, ὅστις ἦτο τότε Ἀνδρόνικος ὁ Παλαιολόγος [5], ὡς εὐσεβὴς καὶ φιλόχριστος, συνήγαγε τοὺς Κληρικοὺς καὶ Ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς εἶπεν, ἐὰν θέλωσι, νὰ ψηφίσωσιν ἀρχιποιμένα τῆς πόλεως τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον, οἵτινες ὅλοι τὸ ἔστερξαν. Ὅθεν ἔστειλεν Ἀρχιερεῖς τινας καὶ ἄρχοντας νὰ τὸν φέρωσιν ἐντίμως, ὡς ἔπρεπεν. Φθάσαντες οἱ ἀπεσταλμένοι εἰς τὸν Ἅγιον, τοῦ ἔδωκαν τὰ βασιλικὰ γράμματα καὶ τὸν παρεκάλουν ὥραν πολλὴν νὰ μὴ γίνῃ παρήκοος. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Σᾶς παρακαλῶ, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς καὶ ἐντιμότατοι ἄρχοντες, νὰ εὕρητε ἄλλον τινά, ὅστις νὰ εἶναι ἱκανὸς καὶ ἂξιος, διότι ἐγὼ συνήθισα εἰς τὴν ἔρημον καὶ δὲν ὑποφέρω τὴν σύγχυσιν». Ταῦτα λέγοντος τοῦ Ὁσίου διὰ ταπείνωσιν, τὸν παρεκάλουν ἐπὶ ὥραν πολλὴν νὰ τοὺς ὑπακούσῃ διὰ τὸν Κύριον· ἔπειτα, ὡς εἶδον ὅτι οὐδαμῶς ἤθελε, τοῦ ὡμίλησαν αὐστηρότερα λέγοντες· «Ἐὰν δὲν μᾶς ἀκούσῃς, νὰ βοηθήσῃς τὴν Ἐκκλησίαν τώρα ὅπου εἶναι ἀνάγκη μεγάλη, νὰ ὠφελήσῃς πολλὰς ψυχάς, θέλεις δώσει λόγον εἰς τὸν Θεὸν τὴν ὥραν τῆς κρίσεως». Τότε ὁ Ἅγιος, ἐνθυμηθεὶς τὴν ὀπτασίαν, τὴν ὁποίαν εἶδεν εἰς τὸ Γαλήσιον καὶ φοβηθεὶς μήπως φεύγων τὸ ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης διὰ ταπείνωσιν, κατακριθῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς παρήκοος, συγκατετέθη νὰ ἀναβῇ εἰς τοιαύτην ἀξίαν ὑπερτάτην καὶ πορευθεὶς εἰς τὸν βασιλέα, ἐγένετο δεκτὸς περιχαρῶς ἀπὸ ὅλην τὴν σύγκλητον καὶ χειροτονηθεὶς ἐκάθησεν εἰς τὸν θρόνον ὡς ἄξιος ἐν ἔτει 1289, Ὀκτωβρίου ιδ’ (14ῃ).
Εὑρὼν δὲ ὁ Ἅγιος τὴν Ἐκκλησίαν κεχερσωμένην καὶ πολὺ βεβλαμμένην ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἐκοπίασε πολλὰ μὲ ἐπιμέλειαν νὰ την καλλιεργήσῃ νὰ ἐκριζώση τὰ ζιζάνια καὶ ὅταν ἐδίδασκε κατηγόρει τοὺς ἀδίκους καὶ ἅρπαγας, ὡς ἄλλος Χρυσόστομος, καὶ δὲν ἐντρέπετο δυνάστην καὶ πλούσιον οὔτε αὐτὸν τὸν αὐτοκράτορα, ἔχων βοηθόν του τὸν Παντοκράτορα. Καὶ τοὺς μὲν εὐλαβεστέρους διώρθωνε μὲ παραίνεσιν, τοὺς δὲ ἀπειθεῖς καὶ ἀνυποτάκτους ἐπαίδευε μὲ αὐστηρὰ ἐπιτίμια. Ὁ μὲν λοιπὸν Ἅγιος ἐκοπίαζε νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ ἠγωνίζετο νὰ φυλάξῃ ἀπὸ λύκους αἰσθητοὺς καὶ νοητοὺς τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ ἀβλαβές, ὁ δὲ μισόκαλος, μὴ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ τὸ ἀγαθόν, ἐποίησε τρόπον νὰ στερήσῃ τὴν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοιοῦτον ποιμένα σοφώτατον· λοιπὸν ὅσοι ἦσαν ἄδικοι ἄρχοντες καὶ Κληρικοὶ ἀνυπότακτοι ἐμίσησαν τὸν Ἅγιον, τοὺς ἐλέγχους μὴ ὑποφέροντες καὶ τὸν ἐνεκάλεσαν εἰς τὸν βασιλέα, ὅτι ἦτο πολὺ σκληρὸς καὶ ἀνήμερος καὶ δὲν τὸν ἤθελαν διὰ ποιμένα, ἐζήτουν δὲ νὰ τοὺς χειροτονήσῃ ἄλλον συγκαταβατικώτερον καὶ φιλάνθρωπον.