Ἐπῆγε λοιπὸν ὁ αὐθέντης ἐκεῖνος Μαριανὸς καὶ προσέπεσεν εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου καὶ διὰ νυκτὸς βλέπει πάλιν τὸν Ἅγιον καὶ τοῦ ἐφάνη ὡς νὰ ἔλαβεν ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν του καὶ νὰ τὸν ἔχρισε, παρευθὺς δὲ μὲ τὸ χρῖσμα ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου ἐλαίου, τὸ ὁποῖον εἶδεν, ἐθεραπεύθη.
Εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ἦτο ἐν ἄλλῃ ἐποχῇ ἄνθρωπός τις, Ὀνησιφόρος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ὑπηρεσίαν νὰ ἀνάπτῃ καὶ νὰ σβύνῃ τὰς λαμπάδας, τὰς ὁποίας ἔφερον οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου· καὶ ὅμως συνεργείᾳ τοῦ μισοκάλου δὲν τὰς ἄφηνε νὰ καίωνται, ἀλλὰ τὰς ἔσβυνε ταχέως καὶ τὰς ἔπαιρνε. Νύκτα τινὰ λοιπὸν ἐφάνη ὁ Ἅγιος εἰς τὸν ὕπνον αὐτοῦ καὶ τοῦ εἶπεν· «Ἀδελφὲ Ὀνησιφόρε, δὲν ἀρέσκει εἰς ἐμὲ αὐτὸ τὸ ὁποῖον πράττεις εἰς τὰς λαμπάδας· γνώριζε ὅτι καὶ τὸν ἑαυτόν σου βλάπτεις καὶ ἐκείνους οἵτινες φέρουσιν αὐτάς· διότι ὅσον περισσότερον καίονται αἱ λαμπάδες ἔμπροσθεν τῆς Εἰκόνος, τόσον περισσότερον ὀλιγοστεύουσιν αἱ ἁμαρτίαι ἐκείνου ὅστις τὰς φέρει. Ὅταν ὅμως τὰς ἀφαιροῦν, καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τὰς φέρει χάνει τὸν μισθόν του καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τὰς ἀφαιρεῖ θὰ ἔχῃ κόλασιν εἰς τὴν ψυχήν του». Ταῦτα ἅμα ἤκουσεν ὁ Ὀνησιφόρος ἐνεποδίσθη πρὸς ὥραν ἀπὸ τοῦ νὰ ἁμαρτάνῃ, ἀλλὰ πάλιν μετὰ παρέλευσιν ὀλίγων ἡμερῶν ἐπανέλαβε τὴν κακὴν αὐτὴν πρᾶξίν του. Νύκτα δέ τινα ἐπῆγε Χριστιανός τις δύο λαμπάδας μεγάλας καὶ ὡραίας νὰ τὰς ἀνάψῃ ἔμπροσθεν τῆς Εἰκόνος τοῦ Ἁγίου· μόλις δὲ τὰς εἶχεν ἀνάψει καὶ προσκυνήσας παρεμέρισεν ὀλίγον, ὁ Ὀνησιφόρος ἐπῆγε νὰ τὰς σβέσῃ· ἀλλ’ ἀμέσως ὁ Ἅγιος θέλων νὰ τὸν ἐκφοβίσῃ, εἶπε πρὸς αὐτὸν μετὰ φοβερᾶς φωνῆς· «Πάλιν οὕτω πράττεις, Ὀνησιφόρε;». Τότε, ἅμα ἤκουσεν αὐτὴν τὴν φωνὴν ὁ Ὀνησιφόρος, τρομάξας ἔπεσε κατὰ γῆς μὲ τὸ πρόσωπον καὶ ἐκείτετο ὡς νεκρός, ὥστε ὁ Ἱερεὺς τῆς Ἐκκλησίας ἐπῆγε καὶ τὸν ἤγειρεν· ὅταν δὲ ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἐξωμολογήθη παρρησίᾳ τὴν ἁμαρτίαν του.
Κατὰ τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ κυριευθῇ ἡ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, πορευόμενοί τινες εὐλαβεῖς Χριστιανοὶ εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, διὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου, ἔφθασαν εἰς τὴν βασιλικὴν ὁδόν, ἡ ὁποία εἶναι εἰς τὸ Βαρδάριον· ἐκεῖ εἶδον ὀφθαλμοφανῶς τινα ὡς στρατιώτην, ὁ ὁποῖος ἤρχετο ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην καὶ ἄλλον ὡς Ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἤρχετο ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς Λαρίσης, οἵτινες ἀμφότεροι, συνηντήθησαν καὶ κατὰ πρῶτον μὲν ἀπετάθη ὁ στρατιώτης καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ἀρχιερέα· «Χαῖρε, Ἀρχιερεῦ τοῦ Θεοῦ Ἀχίλλιε».