Ἀφοῦ ἐποίησε ταῦτα ὁ Ἐλεσβαάν, ὡς εὐγνώμων δοῦλος πρὸς τὸν Δεσπότην Χριστὸν ἀπέδωκεν εἰς αὐτον τὴν πρέπουσαν εὐχαριστίαν καὶ ἀποθέσας τὸ βασιλικὸν διάδημα, ἤτοι τὸ στέμμα, ἔστειλε τοῦτο μὲ ὅλους τοὺς λίθους καὶ τοὺς πολυτίμους μαργαρίτας εἰς τὸν Ἅγιον Τάφον τοῦ Χριστοῦ ὡς δῶρον, αὐτὸς δὲ ἐνδυθεὶς τρίχινα ἔφυγε νύκτα τινὰ εἰς τὸ ὄρος, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο Μοναστήριον καὶ ἐκλείσθη εἰς κελλίον τι μικρότατον, χωρὶς νὰ ἐξέλθῃ ἀπ’ ἐκεῖ οὐδέποτε, διελθὼν ἀσκητικὴν ζωὴν ὁ τρισόλβιος μὲ τόσην ἀκτημοσύνην, ὥστε δὲν εἶχε παρὰ ψάθαν τινὰ καὶ ἓν κοφίνιον, μὲ ἄρτον μόνον καὶ ὕδωρ τρεφόμενος καὶ μὲ χλωρὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα ἤθελε φέρει τις. Δὲν ἠθέλησε δὲ νὰ ἴδῃ πλέον κοσμικόν τινα, ὅσον καιρὸν ἔζησεν, οὔτε ἀφῆκε τὸν νοῦν του νὰ πλανᾶται εἰς πρόσκαιρα πράγματα, ἀλλὰ μόνον τὸν Θεὸν ἐστοχάζετο. Οὕτω λοιπὸν ἀσκητεύσας καὶ τοσοῦτον θεαρέστως πολιτευσάμενος, ἀπῆλθε πρὸς τὸν ποθούμενον Χριστόν. ᾯ πρέπει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.