Τὸ δὲ παιδίον εἶπε· «Τὴν μητέρα μου, καὶ δι’ αὐτὴν ἦλθον νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ τὴν λύσωσιν, διὰ νὰ μὲ λάβῃ καὶ ἐμὲ εἰς τὸ Μαρτύριον, διότι πολλάκις εἰς αὐτὸ μὲ παρεκίνησε». Λέγει πρὸς αὐτὸ ὁ Ἑβραῖος· «Καὶ τὶ εἶναι αὐτὸ τὸ Μαρτύριον;». Τότε τὸ βρέφος (ὤ τῶν θαυμασίων σου, Δέσποτα, ὅστις φωτιεῖς καὶ συνετιεῖς τὰ νήπια!) ἀποκρίνεται λέγον· «Νὰ ἀποθάνω διὰ τὸν Χριστὸν καὶ πάλιν νὰ ζήσω». Λέγει ὁ τύραννος· «Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός;». Τὸ δὲ βρέφος ἀπήντησεν· «Ἂς ὑπάγωμεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, νὰ σοῦ τὸν δείξω».
Ἰδὸν δὲ τότε τὸ εὐλογημένον ἐκεῖνο βρέφος, ὅτι οἱ δήμιοι ὡδήγουν τὴν μητέρα του εἰς τὸ Μαρτύριον, ἔκλαυσε λέγον· «Ἄφες με νὰ φθάσω τὴν μητέρα μου». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Διατὶ τὴν ἀφῆκες καὶ ἦλθες πρὸς ἐμέ; μεῖνε μαζί μας καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω ὀπωρικὰ εὔμορφα». Τὸ δὲ κεχαριτωμένον καὶ θεοφώτιστον βρέφος ἀπεκρίθη καὶ τοῦ λέγει· «Ἐγὼ ἐθάρρουν ὅτι εἶσαι Χριστιανὸς καὶ ἦλθον νὰ σὲ παρακαλέσω διὰ τὴν μητέρα μου, ἀλλὰ μετὰ Ἰουδαίου δὲν θέλω νὰ συνοικήσω τελείως, οὔτε καταδέχομαι νὰ λάβω ἀπὸ σὲ τίποτε, ἀλλ’ ἄφες με νὰ ὑπάγω πρὸς τὴν μητέρα μου». Ἐπειδὴ δὲ ἐθαύμαζεν ὁ βασιλεὺς τοῦ παιδὸς τὴν σύνεσιν, τὸν συνεβούλευσαν νὰ τὸ στείλῃ εἰς τὴν βασίλισσαν, μήπως καὶ τὸ κολακεύσῃ ἐκείνη καὶ μείνῃ εἰς τὸ παλάτιον· ἀλλὰ τοῦ παιδὸς ἡ γνῶσις ἐνίκησεν αὐτῶν τὰς πανουργίας καὶ τὰ μηχανήματα, διότι οὔτε κἂν ἀπόκρισιν ἔδωκεν, ἀλλὰ μόνον πρὸς τὴν μητέρα ἀπέβλεπε· καὶ ὅταν εἶδεν ὅτι τὴν ἔρριψαν εἰς τὴν φλόγα, ἐπόνεσεν ἡ ψυχή του, καὶ καθὼς ἦτο εἰς τὰ γόνατα τοῦ βασιλέως ἔκυψε καὶ τὸν ἐδάγκασεν ὅσον ἠδύνατο δυνατώτερα εἰς τὸν μηρόν, ὁ δὲ τύραννος ἐπόνεσε καὶ τὸ ἀπέρριψε, προστάσσων ἄρχοντά τινα νὰ τὸ λάβῃ καὶ νὰ τὸ βιάσῃ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Τὸ δὲ παιδίον ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅστις τὸ ἔσυρε καὶ τρέχον ἐπῆγεν εἰς τὴν κάμινον καὶ προθύμως, ὤ τῆς θαυμαστῆς τοῦ παιδὸς γενναιότητος! ἐπήδησεν εἰς τὸ μέσον καὶ ἐνηγκαλίσθη τὴν μητέρα χαῖρον, κληρονομῆσαν μετ’ αὐτῆς τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως [4].
Ἰδόντες οἱ συγκλητικοὶ τοῦ βασιλέως τοιοῦτον θαυμάσιον, εὐσπλαγχνίσθησαν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν νὰ μὴ θανατώσῃ ἄλλους, διὰ νὰ μὴ ἀφανισθῇ τοιαύτη μεγάλη καὶ πολυάνθρωπος πόλις, ζημιωθῇ δὲ καὶ αὐτὸς τόσον κεφαλικὸν φόρον, τὸν ὁποῖον ἐπλήρωνον·