Ἀπῆλθον λοιπὸν οἱ μιαροὶ εἰς τὸ Βρούχιον ἀλλὰ εἰς μάτην ἐκοπίαζον, διότι ὁ Ὅσιος τὸ ἐγνώριζεν ἐκ θείας ἀποκαλύψεως πρότερον καὶ ἔφυγε, καθὼς εἴπομεν, πάλιν δὲ ἐκεῖ εἰς τὴν Ἄβασσαν δὲν διέμεινε πολύ, ἀλλὰ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι τὸν παρεκάλουν νὰ παραμείνῃ ὀλίγας ἡμέρας διὰ νὰ ὠφεληθῶσιν ἀπ’ αὐτοῦ. Ἐκεῖνος δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· «Ἐὰν παραμείνω ἕως αὔριον, εἶναι μεγάλη ζημία σας, καθὼς θέλετε τὸ γνωρίσει». Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφυγεν, ἦλθον οἱ Ἀρειανοὶ ζητοῦντες αὐτὸν καὶ ἐξετάσαντες ἀκριβῶς ἔμαθον τὴν ἀλήθειαν περὶ τῆς αὐτοῦ προγνώσεως καὶ ἔλεγον· «Καλὰ εἴπομεν ἡμεῖς, ὅτι μάντις εἶναι ὁ Ἱλαρίων καὶ προβλέπει τὰ μέλλοντα». Οὕτω λοιπὸν ἀπηλλάγη ἀπὸ τοὺς διώκοντας. Ἐπειδὴ δὲ ἤθελε νὰ πλεύσῃ εἴς τινα νῆσον νὰ ἡσυχάσῃ, εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ φιλάργυρος καὶ φιλόδοξος, Ἀδριανὸς τὸ ὄνομα, προσεπάθει νὰ τὸν παραλάβῃ πάλιν εἰς Παλαιστίνην καὶ τοῦ ἔλεγεν, ὅτι ἀπέθανεν ὁ Παραβάτης καὶ ἐκάθισεν ἄλλος βασιλεὺς Ὀρθόδοξος. Ὁ Ἅγιος ὅμως γνωρίσας τὸν δόλον, δὲν τὸν ἤκουσεν. Ὅθεν ἐσκανδαλίσθη ὁ τάλας Ἀδριανὸς καὶ ἔκλεψε τὴν ἐλεημοσύνην, τὴν ὁποίαν ἔδωσαν διὰ τὸν Ἅγιον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ προκειμένου νὰ πορευθῇ εἰς τὴν ἐξορίαν, ἐπιστρέψας δὲ εἰς Παλαιστίνην τὸν εὗρεν ἡ θεία δίκη καὶ τοῦ ἦλθε δεινὴ ἀσθένεια, ἐκ τῆς ὁποίας ἐφαγώθησαν αἱ σάρκες του, ὅθεν, ὡς ἄλλος Ἰούδας, ἀθλίως ἐξέψυξεν.
Ἐκεῖθεν ἔπλευσεν ὁ Ἅγιος πρὸς τὴν Σικελίαν μεθ’ ἑνὸς ἐκ τῶν μαθητῶν του, Ναζαρίου καλουμένου· ἐπειδὴ δὲ δὲν εἶχον νὰ πληρώσωσι τὸν ναῦλον, ἐμελέτα ὁ Ὅσιος νὰ πωλήσῃ Εὐαγγέλιόν τι, ὅπερ εἶχε μείνει, διὰ νὰ δώσῃ εἰς τὸν ναύκληρον τὰ χρήματα. Ὅμως ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἔστειλεν εἰς αὐτοὺς βοήθειαν, διότι ὁ πλοίαρχος εἶχεν υἱὸν δαιμονιζόμενον καὶ παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον Ἱλαρίωνα νὰ τὸν βοηθήσῃ ἐὰν ἠδύνατο. Ποιήσας λοιπὸν εὐχὴν ὁ Ἅγιος ἐδίωξε τὸ δαιμόνιον· ὅθεν ἐχάρισεν εἰς αὐτοὺς τὸν ναῦλον ὁ πλοίαρχος καὶ ἀπελθόντες κατῴκησαν εἰς ἕνα ὄρος μακρὰν ἀπὸ τὴν θάλασσαν μίλια εἴκοσιν. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶχον τὰ πρὸς τὴν χρείαν, συνῆγεν ὁ Ἅγιος ξύλα καὶ ὁ Ναζάριος ἐπήγαινε καὶ τὰ ἐπώλει καὶ ἠγόραζεν ἄρτους. Ὅθεν ἔχαιρον πολύ, διότι τοὺς ἠξίωσεν ὁ Θεὸς νὰ πορεύωνται μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου των καὶ νὰ ἔχωσι τὴν ἡσυχίαν τὴν ὁποίαν ἐπεθύμουν. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν ἔρημον τόπον ἐφανέρωσε τὸν θησαυρὸν ὁ Κύριος, καθὼς λέγει· «Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ε’ 14).