Τῇ ΚΑ’ (21ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ τοῦ Μεγάλου.

Ἀπῆλθον λοιπὸν οἱ μιαροὶ εἰς τὸ Βρούχιον ἀλλὰ εἰς μάτην ἐκοπίαζον, διότι ὁ Ὅσιος τὸ ἐγνώριζεν ἐκ θείας ἀποκαλύψεως πρότερον καὶ ἔφυγε, καθὼς εἴπομεν, πάλιν δὲ ἐκεῖ εἰς τὴν Ἄβασσαν δὲν διέμεινε πολύ, ἀλλὰ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι τὸν παρεκάλουν νὰ παραμείνῃ ὀλίγας ἡμέρας διὰ νὰ ὠφεληθῶσιν ἀπ’ αὐτοῦ. Ἐκεῖνος δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· «Ἐὰν παραμείνω ἕως αὔριον, εἶναι μεγάλη ζημία σας, καθὼς θέλετε τὸ γνωρίσει». Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφυγεν, ἦλθον οἱ Ἀρειανοὶ ζητοῦντες αὐτὸν καὶ ἐξετάσαντες ἀκριβῶς ἔμαθον τὴν ἀλήθειαν περὶ τῆς αὐτοῦ προγνώσεως καὶ ἔλεγον· «Καλὰ εἴπομεν ἡμεῖς, ὅτι μάντις εἶναι ὁ Ἱλαρίων καὶ προβλέπει τὰ μέλλοντα». Οὕτω λοιπὸν ἀπηλλάγη ἀπὸ τοὺς διώκοντας. Ἐπειδὴ δὲ ἤθελε νὰ πλεύσῃ εἴς τινα νῆσον νὰ ἡσυχάσῃ, εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ φιλάργυρος καὶ φιλόδοξος, Ἀδριανὸς τὸ ὄνομα, προσεπάθει νὰ τὸν παραλάβῃ πάλιν εἰς Παλαιστίνην καὶ τοῦ ἔλεγεν, ὅτι ἀπέθανεν ὁ Παραβάτης καὶ ἐκάθισεν ἄλλος βασιλεὺς Ὀρθόδοξος. Ὁ Ἅγιος ὅμως γνωρίσας τὸν δόλον, δὲν τὸν ἤκουσεν. Ὅθεν ἐσκανδαλίσθη ὁ τάλας Ἀδριανὸς καὶ ἔκλεψε τὴν ἐλεημοσύνην, τὴν ὁποίαν ἔδωσαν διὰ τὸν Ἅγιον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ προκειμένου νὰ πορευθῇ εἰς τὴν ἐξορίαν, ἐπιστρέψας δὲ εἰς Παλαιστίνην τὸν εὗρεν ἡ θεία δίκη καὶ τοῦ ἦλθε δεινὴ ἀσθένεια, ἐκ τῆς ὁποίας ἐφαγώθησαν αἱ σάρκες του, ὅθεν, ὡς ἄλλος Ἰούδας, ἀθλίως ἐξέψυξεν.

Ἐκεῖθεν ἔπλευσεν ὁ Ἅγιος πρὸς τὴν Σικελίαν μεθ’ ἑνὸς ἐκ τῶν μαθητῶν του, Ναζαρίου καλουμένου· ἐπειδὴ δὲ δὲν εἶχον νὰ πληρώσωσι τὸν ναῦλον, ἐμελέτα ὁ Ὅσιος νὰ πωλήσῃ Εὐαγγέλιόν τι, ὅπερ εἶχε μείνει, διὰ νὰ δώσῃ εἰς τὸν ναύκληρον τὰ χρήματα. Ὅμως ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἔστειλεν εἰς αὐτοὺς βοήθειαν, διότι ὁ πλοίαρχος εἶχεν υἱὸν δαιμονιζόμενον καὶ παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον Ἱλαρίωνα νὰ τὸν βοηθήσῃ ἐὰν ἠδύνατο. Ποιήσας λοιπὸν εὐχὴν ὁ Ἅγιος ἐδίωξε τὸ δαιμόνιον· ὅθεν ἐχάρισεν εἰς αὐτοὺς τὸν ναῦλον ὁ πλοίαρχος καὶ ἀπελθόντες κατῴκησαν εἰς ἕνα ὄρος μακρὰν ἀπὸ τὴν θάλασσαν μίλια εἴκοσιν. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶχον τὰ πρὸς τὴν χρείαν, συνῆγεν ὁ Ἅγιος ξύλα καὶ ὁ Ναζάριος ἐπήγαινε καὶ τὰ ἐπώλει καὶ ἠγόραζεν ἄρτους. Ὅθεν ἔχαιρον πολύ, διότι τοὺς ἠξίωσεν ὁ Θεὸς νὰ πορεύωνται μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου των καὶ νὰ ἔχωσι τὴν ἡσυχίαν τὴν ὁποίαν ἐπεθύμουν. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν ἔρημον τόπον ἐφανέρωσε τὸν θησαυρὸν ὁ Κύριος, καθὼς λέγει· «Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ε’ 14).


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Σῳζόμενος (βιβλ. γʹ, κεφ. κδʹ) γράφει εἰς τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου Ἱλαρίωνος, ὅτι οὗτος ἐγεννήθη εἰς κώμην τινά, Θαβαθὰ καλουμένην, ἥτις, κατὰ τὸν Ἱερώνυμον, ἀπεῖχε τῆς Γάζης μίλια πέντε (ἕκαστον μίλιον ἀντιστοιχεῖ πρὸς 8 στάδια, ἕκαστον δὲ στάδιον πρὸς 185 μέτρα περίπου, ἀπεῖχε δηλαδὴ κατὰ μὲν τὸ Συναξάριον 8.325 μ. κατὰ δὲ τὸν Σωζόμενον 7.400 μ.).

[2] Στάδια 52 = 9.620 μ. περίπου (βλέπε προηγούμενην ὑποσημείωσιν).

[3] Ἐμπόριον ἐκαλεῖτο ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ὁ τόπος συναλλαγῆς τῶν ἐμπορευομένων, ἐπὶ παραδείγματι ἐμπορικὸς λιμήν, ὡς ἐν προκειμένῳ ὁ ἐμπορικὸς λιμὴν τῆς Παλαιστίνης.

[4] Μαϊουμᾶς· ἀρχαία πόλις τῆς Παλαιστίνης, ἐπίνειον τῆς Γάζης. Τὸν Μαϊουμᾶν, ἀσπασθέντα λίαν ἐνωρὶς τὸν Χριστιανισμόν, κατέστησεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἰδιαιτέραν Ἐπισκοπὴν μετονομάσας Κωνσταντίαν. Πέριξ αὐτοῦ ἱδρύθησαν πολλαὶ Μοναί.

[5] Ἑκάστη οὐγγία ἀντιστοιχεῖ πρὸς 29 περίπου γραμμάρια.

[6] Ἐπίδαμνος· παλαιὰ ὀνομασία τῆς πόλεως τοῦ Δυρραχίου. Εἰς τὴν πρώτην ἡμῶν ἔκδοσιν γράφεται Ἐπίδαυρος καθὼς παρελήφθη ἐκ τοῦ «Παραδείσου» Ἀγαπίου τοῦ Κρητός. Ἐπίδαυρος ὅμως ἐν τῇ Ἀδριατικῇ δὲν ὑπάρχει· ὅθεν ἐκ τῆς γενομένης ἐρεύνης διεπιστώθη ὅτι πρόκειται περὶ τῆς Ἐπιδάμνου, ἀναγραφείσης Ἐπιδαύρου ἐξ ἀντιγραφικοῦ λάθους. Ἡ Ἐπίδαμνος ἢ μᾶλλον Δυρράχιον (Ἀλβανιστὶ Ντούρρεσι), εἶναι παράλιος πόλις ἐπὶ τῆς Ἀδριατικῆς θαλάσσης, ἀνήκει δὲ νῦν εἰς τὴν Ἀλβανίαν.