Πάντοτε λοιπὸν ἐδίδασκεν ὁ Ἅγιος τοὺς μαθητάς του πρὸς συμπάθειαν καὶ ὅσους ἤθελε γνωρίσει ὅτι εἶχον πολλὴν προσπάθειαν καὶ μέριμναν διὰ τὴν ζωοτροφίαν αὐτῶν, δὲν τοὺς ἠγάπα· διότι δὲν ἤλπιζον εἰς τὸν Θεόν, ἀλλὰ ἐφρόντιζον αὐτοὶ περὶ τῶν μελλόντων ἐτῶν καὶ δὲν ἔδιδον εἰς τοὺς πτωχοὺς ὅσα τοὺς ἐπερίσσευον. Ἀκούσας δὲ ὅτι Μοναχός τις, ὅστις κατῴκει πέντε μίλια μακρὰν ἀπὸ τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου, εἶχε κῆπον καλὸν μὲ λάχανα ὡραῖα καὶ δὲν ἔδιδε δωρεὰν εἰς οὐδένα, τὸν ἐμίσησε τόσον, ὣστε δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἴδῃ οὐδαμῶς καὶ παρήγγειλεν εἰς τοὺς μαθητάς του, ἐὰν ἔλθῃ καμμίαν φοράν, νὰ μὴ τὸν δεχθῶσιν. Οὗτος δὲ ὁ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου δικαίως μισούμενος εἶχε πόθον πολὺν νὰ γίνῃ μεταξύ των διαλλαγή, νὰ λάβῃ συγχώρησιν καὶ ἔβαλε μεσίτας τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ μάλιστα τὸν Ἡσύχιον, ὅστις τὸν ὑπηρέτει καὶ τὸν ἠγάπα ἀπὸ τοὺς ἄλλους καλλίτερα, ὡς πάντων ἐναρετώτερον. Τοῦτον παρεκάλεσε πολλὰ ὁ φιλάργυρος Μοναχὸς νὰ ποιήσῃ τρόπον, νὰ τὸν συγχωρήσῃ ὁ Ἅγιος καὶ τοῦ ἔφερε ὀλίγα ἐρεβίνθια χλωρὰ χάριν φιλίας. Ὁ δὲ Ἡσύχιος, ὡς συνετὸς ὅπου ἦτο, δὲν εἶπε τοῦ Ἁγίου τὶς τὰ ἔφερε, μόνον τὰ ἔβαλεν εἰς τὴν τράπεζαν. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος, ἐπειδὴ εἶχεν εἰς τὴν καρδίαν του τὸν Δεσπότην Χριστὸν καὶ τοῦ ἐφανέρωνε τὰ ἀπόκρυφα, ἐγνώρισε τὴν ὑπόθεσιν καὶ κυττάζων αὐστηρὰ τὸν Ἡσύχιον, εἶπε· «Δὲν αἰσθάνεσαι ὅτι ὄζουσι φιλαργυρίας, ἀλλὰ τὰ ἔφερες εἰς τὴν τράπεζαν;». Ὁ δὲ Ἡσύχιος ταπεινὰ ἀπεκρίνατο· «Δὲν ᾐσθάνθην ἐγὼ δυσωδίαν οὐδαμῶς εἰς αὐτά, Πάτερ τίμιε». Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ὅσιος· «Δός τα εἰς τοὺς βόας, νὰ γνωρίσῃς ὅτι δὲν ψεύδομαι». Εὐθὺς λοιπὸν ὡς ἔβαλε τὰ ἐρεβίνθια ἔμπροσθεν εἰς τοὺς βόας, ἔστρεψαν ἐκεῖθεν τὸ πρόσωπον καὶ ἐφώναζαν ὡς νὰ ἔβλεπον πρᾶγμα φοβερὸν καὶ τέρας ἐξαίσιον. Τοιαύτην χάριν εἶχεν ὁ Ὅσιος, ὥστε ἐγνώριζεν ἀπὸ τὴν ὀσμὴν τοῦ πράγματος ὁποίας ψυχῆς ἦτο ἐκεῖνος, ὅστις τὸ ἔφερεν.
Ἦτο δὲ τότε ὁ Ὅσιος ἐτῶν ἑξήκοντα τριῶν καὶ βλέπων τὸ πλῆθος τῶν Μοναχῶν, οἵτινες κατῴκουν ἐκεῖ πλησίον του και τοὺς ἀναριθμήτους κοσμικούς, οἵτινες ἔτρεχον εἰς αὐτὸν καθ’ ἑκάστην, χάριν ὠφελείας καὶ διορθώσεως, ἐπικραίνετο, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι τὸν ἐτίμων καὶ διὰ τῆς προσκαίρου τιμῆς ἐκινδύνευε νὰ ζημιωθῇ τὴν οὐράνιον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἡσυχάσῃ κατὰ τὸν πόθον του. Διὰ τοῦτο ἐμελέτα νὰ ἀναχωρήσῃ κρυφίως εἰς τόπον ἄβατον. Οἱ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ, συμπεραίνοντες, τὴν γνώμην του, τὸν ἐφύλαττον ἐπιμελῶς καὶ ἀγρύπνως, ἐξόχως μάλιστα ὁ Ἡσύχιος.