Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν καὶ θαυματουργὸς ΛΑΖΑΡΟΣ, ὁ ἐν τῶ Γαλλησίω ὄρει ἀσκήσας ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

ὅθεν δι᾽ αὐτὰ τὰ ἐμπόδια διήρχετο νηστικὸς ὁ Ὅσιος ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα, χωρὶς νὰ ἠμπορῇ νὰ πλησιάσῃ εἰς χωρίον διὰ τὴν ἐνόχλησιν τοῦ δαίμονος. Ὅμως μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ ἠλευθερώθη καὶ ἀπὸ τὸν πειρασμὸν αὐτὸν ὁ Ὅσιος, ἐπειδὴ ἀπέκαμε πλέον ὁ ἐχθρὸς ἀντιστεκόμενος εἰς τὴν μεγαλοψυχίαν του, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐδιώχθη, ὡς ἀπὸ μάστιγα, καὶ ἔμεινε κατῃσχυμμένος ὡς ἀσθενέστατος.

Ἐπειδὴ δέ, μὲ τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ, ἔγινεν ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ ἐχθροῦ ὁ Ὅσιος καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν Ἔφεσον, ἐπῆγεν εἰς τὸν ἐκεῖσε Ἀρχιερέα καὶ συνομιλῶν μὲ αὐτόν, τοῦ ἐφανέρωσε τὴν γνώμην τὴν ὁποίαν εἶχε διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ρώμην. Ὁ δὲ Ἀρχιερεύς, θαυμάζων τὴν πρᾳότητα τοῦ Ὁσίου καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν γλυκύτητα τῶν λόγων του καὶ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἥτις ἔλαμπε δι’ αὐτοῦ, ἠχμαλωτίσθη ὅλος εἰς τὴν ἀγάπην του καὶ τὸν ἐπαρακαλοῦσε νὰ μείνῃ μαζί του καὶ νὰ ἐμποδισθῇ ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν τῆς Ρώμης. Ὁ δὲ Ὅσιος τὸν μὲν λογισμὸν τὸν ὁποῖον εἶχε διὰ τὴν Ρώμην τὸν ἀπέβαλε, καθὼς ὁ Ἐφέσου τὸν συνεβούλευσεν, ὅμως τὸ νὰ μείνῃ μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιερέα καὶ νὰ καταφρονήσῃ τὴν ἡσυχίαν δὲν ἔστερξε παντελῶς· ὅθεν ἀναχωρῶν ἀπ’ ἐκεῖ, ἐπῆγεν εἰς τὴν Μονὴν τῶν Ὀρόβων, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔφυγεν, ὅταν ἤθελε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα· καὶ εὑρισκόμενος ἐκεῖ κατ’ ἀρχὰς δὲν ἐφανέρωσε ποῖος ἦτο· ἔπειτα, ἐπειδὴ οἱ Μοναχοὶ οἵτινες ἦσαν ἐκεῖ δὲν τὸν ἐγνώρισαν καὶ τὸν ἐπαρακαλοῦσαν νὰ τοὺς εἰπῇ τὸ ὄνομα καὶ τὴν πατρίδα του, τοὺς εἶπεν ὅτι εἶναι ὁ Λάζαρος ἐκεῖνος, ὅστις καιρόν τινα ἐφυλάττετο ἀπὸ αὐτούς· καὶ παρευθὺς διεδόθη ὁ λόγος εἰς ὅλα τὰ περίχωρα, ὅτι ἐγύρισεν ὁ Λάζαρος πάλιν εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ ἔτρεχον ὅλοι μετὰ προθυμίας νὰ τὸν ἴδουν καὶ μάλιστα ἡ μήτηρ του ἦλθε παρευθὺς εἰς τὸ Μοναστήριον, διὰ νὰ τὸν ἰδῇ (ὁ πατήρ του ἦτο ἀποθαμμένος)· ἦτο δὲ τότε ὁ Ὅσιος τριάκοντα ὀκτὼ ἐτῶν.

Ὅθεν χαίροντες ὅλοι ἔβλεπον τὸ γλυκύτατον πρόσωπον τοῦ Ὁσίου καὶ ἤκουον μὲ προσοχὴν τοὺς ψυχωφελεστάτους λόγους του· διότι πλησίον εἰς τὰς ἄλλας ἀρετάς, ὅσας εἶχεν ὁ Ὅσιος, εἶχε καὶ λόγον ἠρτυμένον μὲ ἅλας, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον, καὶ ὡμιλοῦσε μὲ πολλὴν ἱλαρότητα καὶ γλυκύτητα ὁ εὐλογημένος καὶ μὲ ὄχι ὀλίγην χάριν; τόσον ὥστε ἠδύνατο καὶ τὴν σκληρὰν ὡς πέτραν ψυχὴν νὰ μαλακώσῃ· διὰ τοῦτο καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους ἔκλαυσαν ἀπὸ τὴν χαράν των, βλέποντες τὸν θαυμαστὸν Λάζαρον καὶ ἀκούοντες τοὺς θείους του λόγους.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τοῦ ἐν Χώναις θαύματος τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ βλέπε εἰς τὴν 6ην Σεπτεμβρίου, εἰς Τόμον Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] «...μὴ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι θλίψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν, περιεκύκλωσάν με ... ἤνοιξαν ἐπ’ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος...» (Ψαλμ. καʹ 11-14).

[3] Ἡ περιοχὴ περὶ ἧς ἐνταῦθα γίνεται λόγος εὑρίσκεται ἐπὶ τοῦ Μικρασιατικοῦ παραλίου χώρου τοῦ κειμένου πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἀκριβῶς ἔναντι τῶν Ἀθηνῶν, παρὰ τὸν 38ον παράλληλον, τὸν καὶ ἐξ Ἀθηνῶν διερχόμενον. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτό, κείμενον περὶ τὰ 60 χιλιόμετρα νοτίως τῆς Σμύρνης ἔκειτο ἡ Παλαιὰ Ἔφεσος. Αὕτη ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Ἀνδρόκλου υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῶν Ἀθηνῶν Κόδρου. Ὁ Ἄνδροκλος γενόμενος βασιλεὺς τῆς Ἰωνίας, ἥτις ἦτο Ἑλληνικὴ ἀποικία, ἐγκατέστησε τὴν ἕδραν του εἰς τὴν Ἔφεσον, ἔκτοτε δ’ αὕτη ἀνεδείχθη μία τῶν περιφημοτέρων πόλεων τῆς ἀρχαιότητος. Κατὰ τοὺς χριστιανικοὺς χρόνους ἐκήρυξαν εἰς αὐτὴν καὶ ἵδρυσαν τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἐφέσου οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Ἰωάννης, ὅστις καὶ παρέμεινεν ἐπὶ μακρὸν ἐν αὐτῇ (βλέπε ἐν τῷ Βίῳ αὐτοῦ εἰς τὴν 26ην Σεπτεμβρίου, ἐν Τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»). Εἰς αὐτὴν συνῆλθε ἐν ἔτει υλαʹ (431) ἡ Ἁγία Γʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος κατὰ Νεστορίου. Αὕτη ἐπειδὴ εὑρίσκετο παρὰ τὰς ἐκβολὰς τοῦ ποταμοῦ Καΰστρου (τουρκιστὶ Κιουτσοὺκ Μεντερές), κατεχώσθη ὑπ’ αὐτοῦ σὺν τῇ παρόδῳ τοῦ χρόνου· πλησίον αὐτῆς ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Λυσιμάχου ἡ Νέα Ἔφεσος (ἡ τουρκιστὶ λεγομένη Ἁγιὰ-Σουλούκ: Ἁγιασμένα Νερά). Τὸ Γαλλήσιον ὄρος ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἠγωνίσθη ὁ Ὅσιος Λάζαρος κεῖται μεταξὺ Σμύρνης καὶ Ἐφέσου, πλησίον τῆς ἀρχαίας καὶ ἐπίσης ὀνομαστῆς ἑλληνικῆς πόλεως Κολοφῶνος (τουρκιστὶ Σιγατζίκ). Ὀλίγον νοτιώτερον τῆς Ἐφέσου εὑρίσκεται τὸ ὄρος Μυκάλη (τουρκιστὶ Σαμσὰν Ντάγ), καταλῆγον πρὸς τὴν θάλασσαν εἰς τὸ Τρωγύλιον ἀκρωτήριον (κοινῶς Καβο-Σαμψὼν) ἀπέναντι τῆς νήσου Σάμου ἀπὸ τῆς ὁποίας χωρίζεται διὰ τοῦ στενωτάτου πορθμοῦ τῆς Μυκάλης (τουρκιστὶ Ντὰρ-Μπογάζ). Εἰς τὸ στενὸν τοῦτο ἔγινεν ἡ ἱστορικὴ ναυμαχία μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Περσῶν τὸ ἔτος 479 πΧ. κατὰ τὴν ὁποίαν κατεναυμαχήθη ὁ Περσικὸς στόλος. Εἰς τὸ αὐτὸ στενὸν ὁ Ἑλληνικὸς στόλος μὲ ναύαρχον τὸν Γ. Σαχτούρην κατενίκησε τὸ ἔτος 1824 τὸν τουρκικὸν στόλον. Τὸ Τρωγύλιον ἀκρωτήριον εὑρίσκεται εἰς τὸ αὐτὸ γεωγραφικὸν πλάτος μετὰ τοῦ ἡμετέρου Σουνίου ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἀπέχει περὶ τὰ 160 ναυτικὰ μίλια. Τὸ Γαλλήσιον ὄρος καλεῖται σήμερον τουρκιστὶ Μπάρμπα-ντὸν-ντάγ.

[4] Ὁ Κωνσταντῖνος Θʹ πρὶν βασιλεύσῃ ἐξωρίσθη ὑπὸ τοῦ πανισχύρου τότε Ἰωάννου τοῦ Ὀρφανοτρόφου ἀδελφοῦ Μιχαὴλ τοῦ Δʹ καὶ θείου Μιχαὴλ τοῦ Εʹ, οἵτινες ἀνῆλθον ἐπὶ τοῦ θρόνου ἐνεργείαις τοῦ προρρηθέντος Ἰωάννου, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης οὗτος ἐξορισθεὶς μετὰ ταῦτα ἀπέθανεν εἰς τὴν ἐξορίαν.

[5] Ὁ Ρωμανὸς Γʹ ὁ Ἀργυρὸς (1028 -1034) ἦτο σύζυγος τῆς βασιλίσσης Ζωῆς θυγατρὸς καὶ διαδόχου τοῦ Κωνσταντίνου Ηʹ (1025-1028) ἀδελφοῦ καὶ διαδόχου Βασιλείου Βʹ τοῦ Βουλγαροκτόνου (976-1025). Τὸν Ρωμανὸν Γʹ ἀποθανόντα ἐν ἔτει 1084 διεδέχθη ὁ δεύτερος σύζυγος τῆς Ζωῆς Μιχαὴλ Δʹ ὁ Παφλαγὼν (1034-1041), τοῦτον Μιχαὴλ Εʹ ὁ Καλαφάτης (1041-1042), τὸν ὁποῖον διεδέχθη εἰς τὸν θρόνον ὁ Κωνσταντῖνος Θʹ. Ἡ Ζωὴ συνεβασίλευε μετὰ τῶν ἀνωτέρω ἀπὸ τοῦ 1028-1050, ὅτε ἀπεβίωσεν.