Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν καὶ θαυματουργὸς ΛΑΖΑΡΟΣ, ὁ ἐν τῶ Γαλλησίω ὄρει ἀσκήσας ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἐπειδὴ ὃμως ἐπήγαιναν εἰς αὐτὸν συχνάκις πολλοὶ καὶ τοῦ ἐτάρασσον τὴν ἡσυχίαν, διὰ τοῦτο ἀπεφάσισε νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τόπον ἥσυχον. Μείνας λοιπὸν ἐκεῖ ὀλίγας ἡμέρας, τόσον μόνον ὅσον νὰ εὐχαριστήσῃ, τὸν πόθον τῆς μητρός του, τὴν ὁποίαν ἔβλεπεν ὅτι ἐλυπεῖτο πολλὰ διὰ τὸν χωρισμόν του, ἔπειτα ἀνεχώρησε, ζητῶν νὰ εὕρῃ τόπον ἥσυχον. Ἀκούων δὲ ὅτι τὸ Ἀσκητήριον τὸ ὁποῖον ἦτο ἀντικρὺ τοῦ Γαλλησίου ὄρους [3] εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο καὶ Ναὸς τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Μαρίνης, ἦτο κατὰ τὴν γνώμην του, ἐπῆγεν ἐκεῖ· καὶ βλέπων τὸν τόπον πολλὰ ἥσυχον, συνηρίθμησε καὶ αὐτὸς τὸν ἑαυτόν του μὲ τοὺς δύο αὐταδέλφους, τοὺς ὁποίους εὗρεν ἐκεῖ. Μαθὼν ὁ Ἀρχιερεὺς τῆς Ἐφέσου, ὅτι ἐπῆγεν ἐκεῖ ὁ ἠγαπημένος του Λάζαρος, ἔλαβε μεγάλην χαράν, ἀγαπῶν νὰ τὸν ἔχῃ πλησίον του καὶ νὰ συναναστρέφεται μὲ αὐτόν· ὅθεν μεταβὰς ἐκεῖ τὸν ἐχαιρέτησε μὲ χαρμόσυνον ψυχὴν καὶ παρέδωκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν του τὸ Ἀσκητήριον ἐκεῖνο καὶ τοὺς ἀδελφούς, ἀφ οὗ πρότερον τοὺς παρήγγειλε νὰ προσέχουν εἰς τὸν Ὅσιον ὡς τέκνα εἰς τὸν πατέρα των, χωρὶς νὰ φανοῦν ποτὲ ἐναντίοι εἰς τὴν γνώμην του οὐδὲ εἰς τὸ παραμικρόν.

Ὁ δὲ θεῖος Λάζαρος, ἡσυχάζων ἐκεῖ, ἠγωνίζετο περισσότερον εἰς τοὺς ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως καὶ ἐπεμελεῖτο προθυμότερον ὅλας τὰς ἀρετάς, ὅμως ἐπεθύμει νὰ μὴ τὸν ἠξεύρῃ τις, διότι οὗτος ἐστοχάζετο, ὅτι τὸ νὰ κάμῃ τις τὴν ἀρετὴν διὰ ἐπίδειξιν καὶ ἀνθρωπαρέσκειαν καὶ τὸ νὰ μὴ τὴν κάμνῃ τελείως, εἶναι παρόμοια κακά· καὶ ἔλεγεν ὅτι ἐκεῖνοι οἵτινες μεταχειρίζονται τὴν ἀρετήν, διὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, αὐτοὶ δὲν λαμβάνουν καμμίαν ὠφέλειαν, ὡς λέγει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, «ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν» (Ματθ. ϛ’ 2). Διότι ἐὰν βεβαίως δὲν εἶχαν κανένα ἄνθρωπον, ὅστις νὰ ἐπαινῇ τὰς ἀρετάς των, ἀσφαλῶς δὲν ἤθελαν ἐπιχειρεῖν αὐτὰς οὐδόλως· ἐκεῖνοι δὲ οἵτινες κάμνουν τὴν ἀρετὴν κρυφίως ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γνωστῶς εἰς μόνον τὸν Θεόν, αὐτοὶ ἔχουν νὰ λάβουν ἀπὸ αὐτὸν πολλαπλάσιον τὴν δόξαν. Ὅθεν ὅσον εἶναι καλλιτέρα ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, τόσον εἶναι ἀνώτερος καὶ ἐκεῖνος ὅστις κάμνει τὴν ἀρετὴ κρυφίως (διότι ἡ θεϊκὴ δόξα εἶναι αἰώνιος καὶ ἄφθαρτος, ἡ δὲ ἀνθρωπίνη εἶναι πρόσκαιρος καὶ φθαρτή, καὶ οὐδὲ μένει ἕως τέλους, ἀλλὰ πρὸ τοῦ νὰ ἀποθάνουν ἔχει νὰ φανερωθῇ ἡ ὑπόκρισίς των).


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τοῦ ἐν Χώναις θαύματος τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ βλέπε εἰς τὴν 6ην Σεπτεμβρίου, εἰς Τόμον Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] «...μὴ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι θλίψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν, περιεκύκλωσάν με ... ἤνοιξαν ἐπ’ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος...» (Ψαλμ. καʹ 11-14).

[3] Ἡ περιοχὴ περὶ ἧς ἐνταῦθα γίνεται λόγος εὑρίσκεται ἐπὶ τοῦ Μικρασιατικοῦ παραλίου χώρου τοῦ κειμένου πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἀκριβῶς ἔναντι τῶν Ἀθηνῶν, παρὰ τὸν 38ον παράλληλον, τὸν καὶ ἐξ Ἀθηνῶν διερχόμενον. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτό, κείμενον περὶ τὰ 60 χιλιόμετρα νοτίως τῆς Σμύρνης ἔκειτο ἡ Παλαιὰ Ἔφεσος. Αὕτη ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Ἀνδρόκλου υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῶν Ἀθηνῶν Κόδρου. Ὁ Ἄνδροκλος γενόμενος βασιλεὺς τῆς Ἰωνίας, ἥτις ἦτο Ἑλληνικὴ ἀποικία, ἐγκατέστησε τὴν ἕδραν του εἰς τὴν Ἔφεσον, ἔκτοτε δ’ αὕτη ἀνεδείχθη μία τῶν περιφημοτέρων πόλεων τῆς ἀρχαιότητος. Κατὰ τοὺς χριστιανικοὺς χρόνους ἐκήρυξαν εἰς αὐτὴν καὶ ἵδρυσαν τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἐφέσου οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Ἰωάννης, ὅστις καὶ παρέμεινεν ἐπὶ μακρὸν ἐν αὐτῇ (βλέπε ἐν τῷ Βίῳ αὐτοῦ εἰς τὴν 26ην Σεπτεμβρίου, ἐν Τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»). Εἰς αὐτὴν συνῆλθε ἐν ἔτει υλαʹ (431) ἡ Ἁγία Γʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος κατὰ Νεστορίου. Αὕτη ἐπειδὴ εὑρίσκετο παρὰ τὰς ἐκβολὰς τοῦ ποταμοῦ Καΰστρου (τουρκιστὶ Κιουτσοὺκ Μεντερές), κατεχώσθη ὑπ’ αὐτοῦ σὺν τῇ παρόδῳ τοῦ χρόνου· πλησίον αὐτῆς ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Λυσιμάχου ἡ Νέα Ἔφεσος (ἡ τουρκιστὶ λεγομένη Ἁγιὰ-Σουλούκ: Ἁγιασμένα Νερά). Τὸ Γαλλήσιον ὄρος ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἠγωνίσθη ὁ Ὅσιος Λάζαρος κεῖται μεταξὺ Σμύρνης καὶ Ἐφέσου, πλησίον τῆς ἀρχαίας καὶ ἐπίσης ὀνομαστῆς ἑλληνικῆς πόλεως Κολοφῶνος (τουρκιστὶ Σιγατζίκ). Ὀλίγον νοτιώτερον τῆς Ἐφέσου εὑρίσκεται τὸ ὄρος Μυκάλη (τουρκιστὶ Σαμσὰν Ντάγ), καταλῆγον πρὸς τὴν θάλασσαν εἰς τὸ Τρωγύλιον ἀκρωτήριον (κοινῶς Καβο-Σαμψὼν) ἀπέναντι τῆς νήσου Σάμου ἀπὸ τῆς ὁποίας χωρίζεται διὰ τοῦ στενωτάτου πορθμοῦ τῆς Μυκάλης (τουρκιστὶ Ντὰρ-Μπογάζ). Εἰς τὸ στενὸν τοῦτο ἔγινεν ἡ ἱστορικὴ ναυμαχία μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Περσῶν τὸ ἔτος 479 πΧ. κατὰ τὴν ὁποίαν κατεναυμαχήθη ὁ Περσικὸς στόλος. Εἰς τὸ αὐτὸ στενὸν ὁ Ἑλληνικὸς στόλος μὲ ναύαρχον τὸν Γ. Σαχτούρην κατενίκησε τὸ ἔτος 1824 τὸν τουρκικὸν στόλον. Τὸ Τρωγύλιον ἀκρωτήριον εὑρίσκεται εἰς τὸ αὐτὸ γεωγραφικὸν πλάτος μετὰ τοῦ ἡμετέρου Σουνίου ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἀπέχει περὶ τὰ 160 ναυτικὰ μίλια. Τὸ Γαλλήσιον ὄρος καλεῖται σήμερον τουρκιστὶ Μπάρμπα-ντὸν-ντάγ.

[4] Ὁ Κωνσταντῖνος Θʹ πρὶν βασιλεύσῃ ἐξωρίσθη ὑπὸ τοῦ πανισχύρου τότε Ἰωάννου τοῦ Ὀρφανοτρόφου ἀδελφοῦ Μιχαὴλ τοῦ Δʹ καὶ θείου Μιχαὴλ τοῦ Εʹ, οἵτινες ἀνῆλθον ἐπὶ τοῦ θρόνου ἐνεργείαις τοῦ προρρηθέντος Ἰωάννου, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης οὗτος ἐξορισθεὶς μετὰ ταῦτα ἀπέθανεν εἰς τὴν ἐξορίαν.

[5] Ὁ Ρωμανὸς Γʹ ὁ Ἀργυρὸς (1028 -1034) ἦτο σύζυγος τῆς βασιλίσσης Ζωῆς θυγατρὸς καὶ διαδόχου τοῦ Κωνσταντίνου Ηʹ (1025-1028) ἀδελφοῦ καὶ διαδόχου Βασιλείου Βʹ τοῦ Βουλγαροκτόνου (976-1025). Τὸν Ρωμανὸν Γʹ ἀποθανόντα ἐν ἔτει 1084 διεδέχθη ὁ δεύτερος σύζυγος τῆς Ζωῆς Μιχαὴλ Δʹ ὁ Παφλαγὼν (1034-1041), τοῦτον Μιχαὴλ Εʹ ὁ Καλαφάτης (1041-1042), τὸν ὁποῖον διεδέχθη εἰς τὸν θρόνον ὁ Κωνσταντῖνος Θʹ. Ἡ Ζωὴ συνεβασίλευε μετὰ τῶν ἀνωτέρω ἀπὸ τοῦ 1028-1050, ὅτε ἀπεβίωσεν.