Καὶ καθὼς ὁ λίθος, ὅταν τρίβεται μὲ τὸν λίθον, γίνεται ὁμαλός, ἴσος καὶ λαμπρότερος, οὕτω καὶ ὁ ἐνάρετος, ὅταν συναγωνίζεται μὲ ἄλλον ἐνάρετον, προκόπτει περισσότερον καὶ γίνεται λαμπρότερος. Γενόμενος λοιπὸν δεκτὸς μετὰ χαρᾶς ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ἐκείνους ὁ Ὅσιος καὶ μένων ἐκεῖ ἔλαβε τὸ διακόνημα τοῦ παρεκκλησιάρχου, εἰς τὸ ὁποῖον ἐποίησεν ἓξ ἔτη, ἀγωνιζόμενος ὁμοίως μὲ τοὺς πρώτους καὶ ἐκλεκτοὺς Μοναχούς, οἵτινες ἦσαν ἐκεῖ, οἱ ὁποῖοι, ὡς νὰ ἦσαν ἀσώματοι, ἠγωνίζοντο νὰ φθάσουν τοὺς ἀσωμάτους Ἀγγέλους καὶ ὄχι μόνον ὁμοίως μὲ ἐκείνους ἠγωνίζετο ὁ θεῖος Λάζαρος, ἀλλὰ τοὺς ὑπερέβαινε κατὰ πάντα, οὕτως ὥστε πάντες ἐθαύμαζον.
Ἐκρίθη ὅθεν ἄξιος νὰ γίνῃ Ἱερεὺς καὶ παρεκινεῖτο πρὸς τοῦτο ἀπὸ τὸν Ἡγούμενον τῆς Μονῆς, ἀλλὰ κατ’ ἀρχὰς δὲν ἤθελε, λέγων ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος τοιούτου ἀξιώματος βαρέος. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἡγούμενος τὸν ἠνάγκαζε νὰ λάβῃ τὴν διακονίαν ταύτην, διότι ἐγνώριζε ποῖος ἦτο ὁ Λάζαρος κατὰ τὴν ἀρετὴν καὶ ποίων ἀξιωμάτων ἦτο ἄξιος, διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ὅσιος δὲν ἔκρινε καλὸν νὰ ἀνθίσταται περισσότερον ἀπὸ τὸ πρέπον εἰς τὸν Ἡγούμενον, διὰ νὰ μὴ φανῇ ὅτι αὐθαδιάζει. Ὅθεν καὶ παρὰ τὴν θέλησίν του ὑπήκουσε καὶ ἐχειροτονήθη Ἱερεὺς ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, ἔκαμε δὲ ἄλλα ἓξ ἔτη εἰς τὸ Μοναστήριον· ἔπειτα βλέπων τοὺς πλέον ἐναρέτους Μοναχοὺς, οἵτινες ἐξήρχοντο ἀπὸ τὸ Μοναστήριον τὴν πρώτην ἑβδομάδα τῆς Τεσσαρακοστῆς, κατὰ παλαιὰν συνήθειαν, καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὴν ἔρημον, καὶ τὴν ἑβδομάδα τῶν Βαΐων ἐπανήρχοντο πάλιν εἰς τὸ Μοναστήριον, φέροντες καλοὺς καρποὺς τῆς ἀσκήσεως, ἐπόθησε καὶ αὐτὸς νὰ ὑπάγῃ καὶ χωρὶς νὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν Ἡγούμενον ἀνεχώρησε κρυφίως ἀπὸ τὸ Μοναστήριον ὄχι διότι κατεφρόνησε τὸν Ἡγούμενον, ἐπειδὴ ποῖος ἄλλος ἔδειξε τόσην ὑπακοὴν εἰς τοὺς μεγαλυτέρους, ὡς ὁ Λάζαρος, ἀλλὰ διότι ἐνικήθη ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τῆς ἡσυχίας, τὴν ὁποίαν ἐποθοῦσεν ἀπὸ ἐτῶν πολλῶν καὶ διὰ νὰ τὴν ἐπιτύχῃ μετεχειρίζετο κάθε τρόπον καὶ διότι ἐγνώριζεν ὅτι ὁ Ἡγούμενος, ὅστις τὸν ἠγάπα καὶ τὸν ἤθελε πλησίον του, δὲν θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ἀναχωρήσῃ.
Μείνας λοιπὸν εἰς τὴν ἔρημον τὰς διωρισμένας ἡμέρας τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἐπέστρεψε μετὰ τῶν ἄλλων εἰς τὸ Μοναστήριον· καὶ οἱ μὲν ἄλλοι ὅλοι ἐγένοντο δεκτοὶ μετὰ χαρᾶς καὶ περιποιήσεων, διότι ἦσαν τεταλαιπωρημένοι ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ μακροὺς κόπους τῆς ἐρήμου, ὁ δὲ θεῖος Λάζαρος μόνος ἐδιώχθη ἀπὸ τὸ Μοναστήριον, διὰ προσταγῆς τοῦ Ἡγουμένου, καὶ οὐδὲ νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν θύραν ἐσυγχωρήθη.