Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν καὶ θαυματουργὸς ΛΑΖΑΡΟΣ, ὁ ἐν τῶ Γαλλησίω ὄρει ἀσκήσας ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

καὶ διὰ νὰ μὴ φύγῃ κρυφίως, τὸν ἐπῆγαν οἱ γονεῖς του εἴς τι Μοναστήριον, ὅπερ ἦτο ἐκεῖ πλησίον, τῶν Ὀρόβων ἐπονομαζόμενον, διὰ νὰ καταγίνεται εἰς τὰ ἱερὰ μαθήματα καὶ νὰ προγυμνάζεται εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ περισσότερον διὰ νὰ φυλάττεται νὰ μὴ φύγῃ. Ἀλλ’ ὁ Λάζαρος, φλεγόμενος ἀπὸ θεῖον ἔρωτα, δὲν ἡσύχαζεν, ἀλλ’ ἐμελέτα πάντοτε τὴν φυγήν, καὶ εὑρίσκων κατάλληλον περίστασιν λανθάνει καὶ γονεῖς καὶ συγγενεῖς καὶ Μοναχοὺς καὶ ἀνεχώρησε. Διερχόμενος δὲ ἀπὸ τὰς Χώνας, ὅπου ἔγινε τὸ θαῦμα τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ [1] καὶ πηγαίνων εἰς τὸν ἐκεῖ Ναὸν τοῦ Ἀρχαγγέλου, τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν βοηθῇ εἰς τὴν ὁδοιπορίαν του.

Ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀττάλειαν, ἐκεῖ δὲ ἐπεβουλεύθη ἀπὸ Μοναχόν τινα, ὁ ὁποῖος, συνοδοιπόρος του ὢν εἰς ὅλην τὴν ὁδόν, διελογίζετο νὰ τὸν πωλήσῃ εἰς τοὺς Σαρακηνούς, οἵτινες ἦσαν ἐκεῖ, διὰ νὰ λάβῃ χρήματα· ἐκεῖ δὲ ὅπου τὸν ἐσυμφωνοῦσε μὲ διάλεκτον Ἀρμενικὴν ὁ Μοναχὸς (ἂν πρέπῃ νὰ τὸν ὀνομάζη τις Μοναχόν), εὑρέθη κατὰ θείαν οἰκονομίαν Χριστιανός τις, ὅστις ἐγίνωσκε τὴν διάλεκτο ἐκείνην. Ἐννοήσας ὅθεν τὴν ἐπιβουλήν, τὸ εἶπε τοῦ Ὁσίου, ὅστις παρευθὺς ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ ὄρος, ὅπερ ἦτο ἐκεῖ πλησίον, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρὼν σεμνοπρεπῆ τινα Ἱερομόναχον καὶ φρόνιμον, καὶ ἐρωτηθεὶς ἀπὸ αὐτὸν ποῖος εἶναι καὶ πόθεν ἔρχεται, τοῦ ἐφανέρωσὲν ὁ Ὅσιος τὴν πατρίδα, τοὺς γονεῖς καὶ τὸν πόθον τὸν ὁποῖον εἶχε, διὰ νὰ προσκυνύσῃ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τὴν ἐπιβουλὴν τοῦ Μοναχοῦ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ὁποῖα τὸν ἠκολούθησαν κατὰ τὴν ὁδόν. Ὁ δὲ θεῖος ἐκεῖνος ἀνὴρ ἐρωτήσας πάλιν τὸν Ὅσιον, ἐὰν ἔχῃ ἀκόμη σκοπόν, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μαθὼν ὅτι ποθεῖ πολλὰ καὶ σκέπτεται νὰ ὑπάγῃ, τοῦ εἶπεν ὅτι δὲν ἦτο πρέπον νὰ περιέρχεται οὕτως ὅπου θέλει, ὢν νέος πολλὰ καὶ εὐκολοπολέμητος ἀπὸ τὸν διάβολον, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ κακὸν νὰ ἀκολουθῇ τις εἰς τὸν λογισμόν του· διότι γίνεται θήρευμα τοῦ ἐχθροῦ, ὅστις ἔχει παντοῦ ἡπλωμένα τὰ βέλη τῆς ἀπωλείας. Τοῦ εἶπε δέ, ἐὰν θέλῃ νὰ ἀκούσῃ τὴν συμβουλήν του διὰ τὴν ὠφέλειαν τῆς ψυχῆς του, νὰ μείνῃ εἰς τὸ Μοναστήριον εἰς τὸ ὁποῖον αὐτὸς ἦτο Ἡγούμενος, νὰ γίνῃ Μοναχός, ἀφοῦ δὲ διέλθῃ ἐκεῖ καιρὸν πολύν, ἕως ὅτου ἔλθῃ εἰς ἡλικίαν μεγάλην, τότε νὰ ἀναχωρήσῃ ἐκεῖθεν χωρὶς κίνδυνον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τοῦ ἐν Χώναις θαύματος τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ βλέπε εἰς τὴν 6ην Σεπτεμβρίου, εἰς Τόμον Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] «...μὴ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι θλίψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν, περιεκύκλωσάν με ... ἤνοιξαν ἐπ’ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος...» (Ψαλμ. καʹ 11-14).

[3] Ἡ περιοχὴ περὶ ἧς ἐνταῦθα γίνεται λόγος εὑρίσκεται ἐπὶ τοῦ Μικρασιατικοῦ παραλίου χώρου τοῦ κειμένου πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἀκριβῶς ἔναντι τῶν Ἀθηνῶν, παρὰ τὸν 38ον παράλληλον, τὸν καὶ ἐξ Ἀθηνῶν διερχόμενον. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτό, κείμενον περὶ τὰ 60 χιλιόμετρα νοτίως τῆς Σμύρνης ἔκειτο ἡ Παλαιὰ Ἔφεσος. Αὕτη ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Ἀνδρόκλου υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῶν Ἀθηνῶν Κόδρου. Ὁ Ἄνδροκλος γενόμενος βασιλεὺς τῆς Ἰωνίας, ἥτις ἦτο Ἑλληνικὴ ἀποικία, ἐγκατέστησε τὴν ἕδραν του εἰς τὴν Ἔφεσον, ἔκτοτε δ’ αὕτη ἀνεδείχθη μία τῶν περιφημοτέρων πόλεων τῆς ἀρχαιότητος. Κατὰ τοὺς χριστιανικοὺς χρόνους ἐκήρυξαν εἰς αὐτὴν καὶ ἵδρυσαν τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἐφέσου οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Ἰωάννης, ὅστις καὶ παρέμεινεν ἐπὶ μακρὸν ἐν αὐτῇ (βλέπε ἐν τῷ Βίῳ αὐτοῦ εἰς τὴν 26ην Σεπτεμβρίου, ἐν Τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»). Εἰς αὐτὴν συνῆλθε ἐν ἔτει υλαʹ (431) ἡ Ἁγία Γʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος κατὰ Νεστορίου. Αὕτη ἐπειδὴ εὑρίσκετο παρὰ τὰς ἐκβολὰς τοῦ ποταμοῦ Καΰστρου (τουρκιστὶ Κιουτσοὺκ Μεντερές), κατεχώσθη ὑπ’ αὐτοῦ σὺν τῇ παρόδῳ τοῦ χρόνου· πλησίον αὐτῆς ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Λυσιμάχου ἡ Νέα Ἔφεσος (ἡ τουρκιστὶ λεγομένη Ἁγιὰ-Σουλούκ: Ἁγιασμένα Νερά). Τὸ Γαλλήσιον ὄρος ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἠγωνίσθη ὁ Ὅσιος Λάζαρος κεῖται μεταξὺ Σμύρνης καὶ Ἐφέσου, πλησίον τῆς ἀρχαίας καὶ ἐπίσης ὀνομαστῆς ἑλληνικῆς πόλεως Κολοφῶνος (τουρκιστὶ Σιγατζίκ). Ὀλίγον νοτιώτερον τῆς Ἐφέσου εὑρίσκεται τὸ ὄρος Μυκάλη (τουρκιστὶ Σαμσὰν Ντάγ), καταλῆγον πρὸς τὴν θάλασσαν εἰς τὸ Τρωγύλιον ἀκρωτήριον (κοινῶς Καβο-Σαμψὼν) ἀπέναντι τῆς νήσου Σάμου ἀπὸ τῆς ὁποίας χωρίζεται διὰ τοῦ στενωτάτου πορθμοῦ τῆς Μυκάλης (τουρκιστὶ Ντὰρ-Μπογάζ). Εἰς τὸ στενὸν τοῦτο ἔγινεν ἡ ἱστορικὴ ναυμαχία μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Περσῶν τὸ ἔτος 479 πΧ. κατὰ τὴν ὁποίαν κατεναυμαχήθη ὁ Περσικὸς στόλος. Εἰς τὸ αὐτὸ στενὸν ὁ Ἑλληνικὸς στόλος μὲ ναύαρχον τὸν Γ. Σαχτούρην κατενίκησε τὸ ἔτος 1824 τὸν τουρκικὸν στόλον. Τὸ Τρωγύλιον ἀκρωτήριον εὑρίσκεται εἰς τὸ αὐτὸ γεωγραφικὸν πλάτος μετὰ τοῦ ἡμετέρου Σουνίου ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἀπέχει περὶ τὰ 160 ναυτικὰ μίλια. Τὸ Γαλλήσιον ὄρος καλεῖται σήμερον τουρκιστὶ Μπάρμπα-ντὸν-ντάγ.

[4] Ὁ Κωνσταντῖνος Θʹ πρὶν βασιλεύσῃ ἐξωρίσθη ὑπὸ τοῦ πανισχύρου τότε Ἰωάννου τοῦ Ὀρφανοτρόφου ἀδελφοῦ Μιχαὴλ τοῦ Δʹ καὶ θείου Μιχαὴλ τοῦ Εʹ, οἵτινες ἀνῆλθον ἐπὶ τοῦ θρόνου ἐνεργείαις τοῦ προρρηθέντος Ἰωάννου, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης οὗτος ἐξορισθεὶς μετὰ ταῦτα ἀπέθανεν εἰς τὴν ἐξορίαν.

[5] Ὁ Ρωμανὸς Γʹ ὁ Ἀργυρὸς (1028 -1034) ἦτο σύζυγος τῆς βασιλίσσης Ζωῆς θυγατρὸς καὶ διαδόχου τοῦ Κωνσταντίνου Ηʹ (1025-1028) ἀδελφοῦ καὶ διαδόχου Βασιλείου Βʹ τοῦ Βουλγαροκτόνου (976-1025). Τὸν Ρωμανὸν Γʹ ἀποθανόντα ἐν ἔτει 1084 διεδέχθη ὁ δεύτερος σύζυγος τῆς Ζωῆς Μιχαὴλ Δʹ ὁ Παφλαγὼν (1034-1041), τοῦτον Μιχαὴλ Εʹ ὁ Καλαφάτης (1041-1042), τὸν ὁποῖον διεδέχθη εἰς τὸν θρόνον ὁ Κωνσταντῖνος Θʹ. Ἡ Ζωὴ συνεβασίλευε μετὰ τῶν ἀνωτέρω ἀπὸ τοῦ 1028-1050, ὅτε ἀπεβίωσεν.