Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν καὶ θαυματουργὸς ΛΑΖΑΡΟΣ, ὁ ἐν τῶ Γαλλησίω ὄρει ἀσκήσας ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ὅταν λοιπὸν ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ἐστάθη ἔμπροσθεν τοῦ σπηλαίου καὶ ἐτελείωσε τὴν ᾠδὴν τὴν ὁποίαν ἔψαλλεν. Ἔπειτα ἐσημείωσεν εἰς ἑαυτὸν τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ, ὁμοίως ἐσημείωσε καὶ τὴν πέτραν ἥτις ἦτο ἐκεῖ καί, ὤ τοῦ θαύματος! βλέπει, ὅτι ἐτυπώθη παρευθὺς ὁ Σταυρὸς ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν, καὶ τόσον βαθέως καὶ εὔμορφα, ὥστε ὅποιος τὸν ἔβλεπεν ἐνόμιζεν, ὅτι τὸν ἐσκάλισε κανένας ἐπιτήδειος πετροπελεκητής. Τοῦτο τὸ θαῦμα βλέπων ὁ Ὅσιος συνεπέρανεν, ὅτι κατὰ θείαν Πρόνοιαν ἔγινεν ἡ ἔλευσίς του ἐκεῖ, καὶ ὅτι εἰς τὴν καλὴν ἀργὴν ἔχει νὰ ἀκολουθήσῃ καὶ τέλος καλὸν καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεόν. Ἐμβαίνων δὲ εἰς τὸ σπήλαιον καὶ βλέπων, ὅτι ἦτο ἐπιτήδειον καθὼς τὸ ἤθελε καὶ μάλιστα διότι ἔσταζε καὶ ὀλίγον ὕδωρ ἀπὸ τὴν ἐπάνωθεν πέτραν διὰ νὰ παρηγορῇ τὴν δίψαν του, ἀπεφάσισε νὰ ἡσυχάσῃ εἰς αὐτὸ καὶ νὰ συνομιλῇ μὲ τὸν Θεόν.

Ποῖος ὅμως δύναται νὰ εἴπῃ τί εἴδους πειρασμοὺς ἀνυποφόρους ὑπέμεινεν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ὢν εἰς ἐρημίαν, ἔρημος ἀπὸ συγκάτοικον ἀδελφόν; Διότι καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας κατὰ τὰς ὁποίας ἐπέρασεν ὁ Ὅσιος εἰς τὸ σπήλαιον, δὲν ἔπαυαν οἱ ἐπάρατοι ἀπὸ τοῦ νὰ τὸν πειράζουν μὲ κάθε εἴδους τρόπον καὶ νὰ τὸν φοβίζουν μὲ διάφορα φόβητρα καὶ φαντασίας, διὰ νὰ τὸν κάμουν νὰ φύγῃ. Ἀλλ᾽ ὁ Ἅγιος ἐδέχετο ἀνδρείως τοὺς πολέμους των, χωρὶς νὰ ἀποκάμῃ εἰς τοὺς ἀναταπαύστους πειρασμοὺς τοὺς ὁποίους τοῦ ἔκαμναν. Ἔμεινε δὲ ἐκεῖ ἔτη πολλὰ ἡσυχάζων καὶ προσομιλῶν μόνος πρὸς μόνον τὸν Θεόν. Μετὰ ταῦτα ἦλθον εἰς τὸν Ὅσιον ἓξ Μοναχοί, περὶ τῶν ὁποίων δὲν γνωρίζει τις νὰ εἴπῃ ἀπὸ ποῦ ἔμαθον περὶ τοῦ Ὁσίου, διότι ἔξω ἀπὸ τὸν Γέροντα ἐκεῖνον, ἄλλος ἄνθρωπος δὲν ἐγνώριζε ποῦ ἡσυχάζει, καὶ πάλιν ὁ Γέρων ἐκεῖνος δὲν τὸ ἐφανέρωσεν εἰς κανένα ἄνθρωπον, ἕως ὅτου εἶχε τοιαύτην ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Ὅσιον. Παρεκάλουν δὲ οἱ Μοναχοὶ ἐκεῖνοι τὸν Ὅσιον, μετὰ πολλῶν δακρύων, νὰ τοὺς δεχθῇ νὰ συγκατοικήσουν μὲ αὐτόν. Ὁ δὲ Ὅσιος, βλέπων τὸν πολύν των πόθον, τοὺς ἐδέχθη καὶ τοὺς ἔδωκε τύπους καὶ κανόνας τῆς μοναδικῆς πολιτείας, πῶς νὰ πολιτεύωνται.

Ἔχων ὅμως ὁ Ὅσιος πρὸ πολλοῦ σκοπὸν νὰ οἰκοδομήσῃ μικρὰν Ἐκκλησίαν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ πλησίον εἰς τὴν θύραν τοῦ σπηλαίου καὶ μὴ δυνάμενος μόνος, χωρὶς ἄλλου τινὸς βοήθειαν, τότε, ὅτε εὗρε συμβοηθοὺς τοὺς ἓξ ἐκείνους Μοναχούς, ἠθέλησε νὰ ἀρχίσῃ τὸ ἔργον, πλὴν δὲν εἶχεν ἔξοδα.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τοῦ ἐν Χώναις θαύματος τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ βλέπε εἰς τὴν 6ην Σεπτεμβρίου, εἰς Τόμον Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] «...μὴ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι θλίψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν, περιεκύκλωσάν με ... ἤνοιξαν ἐπ’ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος...» (Ψαλμ. καʹ 11-14).

[3] Ἡ περιοχὴ περὶ ἧς ἐνταῦθα γίνεται λόγος εὑρίσκεται ἐπὶ τοῦ Μικρασιατικοῦ παραλίου χώρου τοῦ κειμένου πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἀκριβῶς ἔναντι τῶν Ἀθηνῶν, παρὰ τὸν 38ον παράλληλον, τὸν καὶ ἐξ Ἀθηνῶν διερχόμενον. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτό, κείμενον περὶ τὰ 60 χιλιόμετρα νοτίως τῆς Σμύρνης ἔκειτο ἡ Παλαιὰ Ἔφεσος. Αὕτη ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Ἀνδρόκλου υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῶν Ἀθηνῶν Κόδρου. Ὁ Ἄνδροκλος γενόμενος βασιλεὺς τῆς Ἰωνίας, ἥτις ἦτο Ἑλληνικὴ ἀποικία, ἐγκατέστησε τὴν ἕδραν του εἰς τὴν Ἔφεσον, ἔκτοτε δ’ αὕτη ἀνεδείχθη μία τῶν περιφημοτέρων πόλεων τῆς ἀρχαιότητος. Κατὰ τοὺς χριστιανικοὺς χρόνους ἐκήρυξαν εἰς αὐτὴν καὶ ἵδρυσαν τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἐφέσου οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Ἰωάννης, ὅστις καὶ παρέμεινεν ἐπὶ μακρὸν ἐν αὐτῇ (βλέπε ἐν τῷ Βίῳ αὐτοῦ εἰς τὴν 26ην Σεπτεμβρίου, ἐν Τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»). Εἰς αὐτὴν συνῆλθε ἐν ἔτει υλαʹ (431) ἡ Ἁγία Γʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος κατὰ Νεστορίου. Αὕτη ἐπειδὴ εὑρίσκετο παρὰ τὰς ἐκβολὰς τοῦ ποταμοῦ Καΰστρου (τουρκιστὶ Κιουτσοὺκ Μεντερές), κατεχώσθη ὑπ’ αὐτοῦ σὺν τῇ παρόδῳ τοῦ χρόνου· πλησίον αὐτῆς ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Λυσιμάχου ἡ Νέα Ἔφεσος (ἡ τουρκιστὶ λεγομένη Ἁγιὰ-Σουλούκ: Ἁγιασμένα Νερά). Τὸ Γαλλήσιον ὄρος ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἠγωνίσθη ὁ Ὅσιος Λάζαρος κεῖται μεταξὺ Σμύρνης καὶ Ἐφέσου, πλησίον τῆς ἀρχαίας καὶ ἐπίσης ὀνομαστῆς ἑλληνικῆς πόλεως Κολοφῶνος (τουρκιστὶ Σιγατζίκ). Ὀλίγον νοτιώτερον τῆς Ἐφέσου εὑρίσκεται τὸ ὄρος Μυκάλη (τουρκιστὶ Σαμσὰν Ντάγ), καταλῆγον πρὸς τὴν θάλασσαν εἰς τὸ Τρωγύλιον ἀκρωτήριον (κοινῶς Καβο-Σαμψὼν) ἀπέναντι τῆς νήσου Σάμου ἀπὸ τῆς ὁποίας χωρίζεται διὰ τοῦ στενωτάτου πορθμοῦ τῆς Μυκάλης (τουρκιστὶ Ντὰρ-Μπογάζ). Εἰς τὸ στενὸν τοῦτο ἔγινεν ἡ ἱστορικὴ ναυμαχία μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Περσῶν τὸ ἔτος 479 πΧ. κατὰ τὴν ὁποίαν κατεναυμαχήθη ὁ Περσικὸς στόλος. Εἰς τὸ αὐτὸ στενὸν ὁ Ἑλληνικὸς στόλος μὲ ναύαρχον τὸν Γ. Σαχτούρην κατενίκησε τὸ ἔτος 1824 τὸν τουρκικὸν στόλον. Τὸ Τρωγύλιον ἀκρωτήριον εὑρίσκεται εἰς τὸ αὐτὸ γεωγραφικὸν πλάτος μετὰ τοῦ ἡμετέρου Σουνίου ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἀπέχει περὶ τὰ 160 ναυτικὰ μίλια. Τὸ Γαλλήσιον ὄρος καλεῖται σήμερον τουρκιστὶ Μπάρμπα-ντὸν-ντάγ.

[4] Ὁ Κωνσταντῖνος Θʹ πρὶν βασιλεύσῃ ἐξωρίσθη ὑπὸ τοῦ πανισχύρου τότε Ἰωάννου τοῦ Ὀρφανοτρόφου ἀδελφοῦ Μιχαὴλ τοῦ Δʹ καὶ θείου Μιχαὴλ τοῦ Εʹ, οἵτινες ἀνῆλθον ἐπὶ τοῦ θρόνου ἐνεργείαις τοῦ προρρηθέντος Ἰωάννου, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης οὗτος ἐξορισθεὶς μετὰ ταῦτα ἀπέθανεν εἰς τὴν ἐξορίαν.

[5] Ὁ Ρωμανὸς Γʹ ὁ Ἀργυρὸς (1028 -1034) ἦτο σύζυγος τῆς βασιλίσσης Ζωῆς θυγατρὸς καὶ διαδόχου τοῦ Κωνσταντίνου Ηʹ (1025-1028) ἀδελφοῦ καὶ διαδόχου Βασιλείου Βʹ τοῦ Βουλγαροκτόνου (976-1025). Τὸν Ρωμανὸν Γʹ ἀποθανόντα ἐν ἔτει 1084 διεδέχθη ὁ δεύτερος σύζυγος τῆς Ζωῆς Μιχαὴλ Δʹ ὁ Παφλαγὼν (1034-1041), τοῦτον Μιχαὴλ Εʹ ὁ Καλαφάτης (1041-1042), τὸν ὁποῖον διεδέχθη εἰς τὸν θρόνον ὁ Κωνσταντῖνος Θʹ. Ἡ Ζωὴ συνεβασίλευε μετὰ τῶν ἀνωτέρω ἀπὸ τοῦ 1028-1050, ὅτε ἀπεβίωσεν.