Ἀκούων δὲ ταῦτα ὁ Θεσσαλονίκης Μακάριος ἐδίσταζε λέγων, πῶς τάχα ἰδιώτης ὢν καὶ γράμματα μὴ εἰδὼς καὶ Ἱερωσύνην μὴ ἔχων καθαιρεῖ καὶ κανονίζει τοὺς Ἱερεῖς καὶ τόσα ἄλλα κάμνει. Ἔλεγε δὲ ταῦτα χωρὶς νὰ ἔχῃ οὐδεμίαν γνωριμίαν παντελῶς μὲ τὸν Ὅσιον, εὑρισκόμενος κατὰ τύχην τότε εἰς τὸ Βατοπαίδιον. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐγνώριζεν ἀπὸ τὴν κέλλαν ὅσα ὁ Θεσσαλονίκης κατὰ τοῦ ἰδίου ἔλεγεν εἰς τὸ Βατοπαίδιον καὶ λέγει εἰς τὸν μαθητήν του· «Τέκνον, οἱ μακρινοὶ μᾶς ὑβρίζουν! Ἀλλ’ ἂς ὑπάγωμεν εἰς πληροφορίαν καὶ διόρθωσίν των». Καὶ καθὼς ἐπῆγεν εἰς τὸ Βατοπαίδιον, τὸν ἐδέχθη εἷς φίλος του λωβιασμένος· καὶ καθὼς ἤκουσαν οἱ Μοναχοὶ τῆς Μονῆς, ἐξῆλθον ὅλοι, νέοι καὶ γέροντες, νὰ τὸν ἴδουν καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν, οἱ ὁποῖοι ἐλάμβανον μεγάλην ὠφέλειαν. Διὰ τοῦτο καὶ ἔτρεχον ὅλοι νὰ ἀκούσουν τοὺς γλυκυτάτους λόγους του καὶ νὰ ἴδουν τὸ ἀγγελοειδὲς ἐκεῖνο πρόσωπον, διότι ὅλοι οἱ ἀκούοντες ἐθαύμαζον τοὺς λόγους του, ἐπειδὴ χάρις καὶ γλυκύτης ἐξήρχετο ἐκ τῶν χειλέων του, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς ἐδοξάζετο καὶ ὁ τούτου ἄνθρωπος ἐμεγαλύνετο, οἱ δὲ ὑπερήφανοι κατῃσχύνοντο.
Ἐκεῖ λοιπὸν ὅπου ὡμίλουν ἦλθε Μοναχός τις νὰ ἐξομολογηθῇ, ὅστις ἦτο ὑποτακτικὸς εἰς Γέροντα· καὶ ἅμα τον εἶδεν ὁ Ὅσιος, ἤρχισε νὰ τὸν κατηγορῇ ὡς ἀνυπότακτον καὶ μὲ αὐστηρότητα τοῦ εἶπε· «Πρόσεχε τὸν ἑαυτόν σου καὶ γενοῦ κατὰ πάντα εἰς τὸν πνευματικόν σου πατέρα ὑπήκοος, διὰ νὰ μὴ παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς καὶ σοῦ ἔλθῃ τοιοῦτον κακόν, ὥστε ὅσοι σὲ βλέπουν νὰ τρομάζουν». Τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινε, διότι δὲν διωρθώθη ὁ ἄθλιος! Ἦτο δὲ ἡμέρα Παρασκευή, ὅταν τοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ Ὅσιος καὶ διαγενομένης τῆς Παρασκευῆς, εὑρέθη ὁ νέος δαιμονισμένος, ἐπειδή, καθὼς ἔλεγεν ὕστερον, καθήμενος εἰς τὸ κελλίον του ἔψαλλε κατάμονος τὰ ἑωθινά, ὡς νὰ μὴ τοῦ ἔφθανεν ἡ κοινὴ ἀκολουθία. Ἀπὸ δὲ τῆς κενοδοξίας του κλεπτόμενος ὁ δυστυχὴς ἐνόμιζεν ἐν ὅσῳ ἔψαλλεν, ὅτι ἔβλεπε φῶς καὶ ἀπὸ τὸ φῶς ἤκουσε φωνήν, ἥτις ἔλεγεν εἰς αὐτόν· «Ἄνοιξον τὸ στόμα σου νὰ τὸ πληρώσω ἐκ τῆς χάριτός μου». Καὶ τυφλωθεὶς τὸν νοῦν καὶ σκοτισθεὶς τὸν λογισμὸν ὁ ἄθλιος, ἤνοιξε τὸ στόμα του, καὶ ἤκουσε φωνήν, ἥτις ἔλεγε· «Δέξου τὸ χάρισμα τῶν Ἀποστόλων μου καὶ τῶν Προφητῶν μου καὶ τῶν Ἀναργύρων μου καὶ τῶν Μαρτύρων μου καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων μου», ἀντὶ ὅμως Ἁγίων ἐδέχθη ὁ ἄθλιος τοὺς δαίμονας τῆς πλάνης καὶ φουσκωθεὶς ἀπ’ ἐκείνους καὶ μὴ δυνάμενος νὰ σταθῇ εἰς τοὺς πόδας του, πεσὼν χαμαὶ ἔκειτο ὡς νεκρός.