Καὶ ταῦτα μὲν εἶπεν ὁ Θεότεκνος· ὁ δὲ θεοπόθητος Ἄβιβος ἐπόθει νὰ πάθῃ διὰ τὸν ἀπαθῆ ἡμῶν Δεσπότην καὶ Κύριον, καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Ἐγὼ δὲν παρουσιάζομαι διὰ τὴν μητέρα καὶ τοὺς συγγενεῖς μου, ἀλλὰ διὰ τὴν πρὸς τὸν Χριστὸν ὁμολογίαν ἔρχομαι ἑκουσίως νὰ λάβω θάνατον, καὶ ἐὰν δὲν θέλῃς σὺ νὰ μὲ δέσῃς, ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν ἡγεμόνα αὐτόκλητος.
Τότε ὁ Θεότεκνος, διὰ νὰ μὴ κινδυνεύσῃ αὐτὸς τὴν ζωήν του, ἐπῆγε τὸν Ἄβιβον πρὸς τὸν ἡγεμονα, ὅστις ἐρωτήσας αὐτὸν πῶς ὀνομάζεται, ἀπεκρίνατο ὅτι ἦτο Χριστοῦ Διάκονος. Καὶ ὁ μὲν ἡγεμὼν ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ προσκυνήσῃ τὰ εἴδωλα· ὁ δὲ Ἅγιος ἔλεγεν ὅτι δὲν ἦτο πρέπον νὰ ἀφήσῃ τὸν ἀληθῆ Θεὸν καὶ νὰ προσκυνήσῃ ἀναίσθητα καὶ ἄψυχα πράγματα. Τότε δένοντες αὐτὸν ἀπὸ τοὺς βραχίονας, τὸν ἐκρέμασαν εἰς ξύλον καὶ μὲ σιδηροῦς ὄνυχας τὸν κατεξέσχιζον. Ὅθεν εἶχε διπλῆν τὴν ὀδύνην καὶ βάσανον καὶ περισσότερον πόνον εἶχεν εἰς τοὺς βραχίονας ἀπὸ τὸ βίαιον βάρος, παρὰ ἀπὸ τοὺς ξεσχισμοὺς τῶν ὀνύχων, διότι ἐκινδύνευον νὰ σπάσουν αἱ χεῖρές του· ὁ δὲ ἡγεμὼν ἐκολάκευε τὸν Ἅγιον, ἀγάπην καὶ εὐσπλαγχνίαν ὑποκρινόμενος. Καὶ πάλιν βλέπων ὅτι ἦτο στερρὸς τὴν γνώμην καὶ ἀμετάτρεπτος, τὸν ἐφοβέριζε νὰ τοῦ δώσῃ δεινότερα κολαστήρια. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο λέγων· «Δὲν θέλει δυνηθῆ τις νὰ μὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, οὔτε νὰ μὲ κάμῃ νὰ προσκυνήσω τοὺς δαίμονας, ἔστω καὶ ἂν μοῦ ἔδιδε τὰ σκληρότερα κολαστήρια, ἐξ ὅσων ποτὲ ἠκούσθησαν». Ἐρωτήσας δὲ ὁ ἡγεμὼν τίνα ὠφέλειαν προξενοῦσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον αἱ βάσανοι, αἵτινες καταξεσχίζουν καὶ ἀφανίζουν τὸ σῶμα, ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος· «Δὲν εἶναι μόνον οὗτος ὁ κόσμος ὁ ὁρώμενος καὶ πρόσκαιρος, ἀλλὰ καὶ ἕτερος ὡραιότερος καὶ αἰώνιος καὶ ὅστις ὑπομείνῃ, ἐδῶ διὰ τὸν Χριστὸν δεινὰ παιδευτήρια, ἀπολαμβάνει ἐκεῖ πλουσίαν ἀντάμειψιν».
Ταῦτα καὶ ἕτερα λέγων ἀληθέστατα ὁ ἱερὸς Ἄβιβος, κατεγέλα ὁ ἡγεμὼν ὡς ἀνοήτους τοὺς λόγους του, καὶ ποτὲ μὲν τὸν ἐκολάκευε, σκεπάζων μὲ προσωπεῖον φιλανθρωπίας τὴν ἀπανθρωπίαν καὶ θυμόν, ποτὲ δὲ τὸν ἐφοβέριζε νὰ τοῦ δώσῃ πικρὸν καὶ πανώδυνον θάνατον. Βλέπων δὲ ὅτι ἦτο στερεὸς εἰς τὴν γνώμην καὶ ἀμετάτρεπτος, ἔκαμεν ἀπόφασιν νὰ τὸν τελειώσουν διὰ πυρός, ἀλλὰ νὰ εἶναι ὀλίγον τὸ πῦρ, διὰ νὰ μὴ τὸν θανατώσῃ πάραυτα, ἀλλὰ κατ’ ὀλίγον νὰ ἀναλώσῃ τὰς σάρκας του, διὰ νὰ λάβῃ μεγάλην βάσανον.