Τῇ ΙΕ’ (15ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν ΓΟΥΡΙΑ, ΣΑΜΩΝΑ καὶ ΑΒΙΒΟΥ.

Ὁ δὲ βασιλεὺς ἔστειλεν ἐκτείνας τὰς ἡμέρας εἰς τὴν Ἔδεσσαν ὡς ἐπίτροπόν του τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀντιοχείας Μουσούνιον, νὰ ἐξετάσῃ ὅσους εὕρῃ Χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς θανατώσῃ μὲ πάνδεινα κολαστήρια, ἐὰν δὲν προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα· ἔφερον λοιπὸν τὸν Σαμωνᾶν καὶ τὸν Γουρίαν πρώτους ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ κριτήριον· ὁ δὲ Μουσούνιος τοὺς ἐφόβισε μὲ πολλοὺς λόγους, ὅτι θὰ τοὺς δώσῃ διαφόρους βασάνους, θὰ ξεσχίσῃ τὰς σάρκας των ἕως νὰ φανοῦν τὰ ἐντόσθια, θὰ χύσῃ μόλυβδον ἀπὸ τὸ στόμα νὰ γεμίσῃ τὴν κοιλίαν των καὶ ἄλλας πολλὰς ἀπειλὰς τοὺς εἶπε, διὰ νὰ τοὺς κάμῃ νὰ δειλιάσωσιν· ὁ δὲ Σαμωνᾶς ἀπεκρίνατο· «Ἡμεῖς φοβούμεθα καὶ τρέμομεν τὸν ἀκοίμητον σκώληκα καὶ τὸ πῦρ ἐκεῖνο τὸ ἄσβεστον, τὰ ὁποῖα κολάζουν σῶμα καὶ ψυχὴν αἰώνια, ἐνῷ τὰ ἰδικά σας κολαστήρια μόνον τὸ σῶμα βλάπτουσιν ὀλίγον, τὴν δὲ ψυχὴν ἐκλαμπρύνουσι καὶ ὅσον μᾶς βασανίσῃς δριμύτερα, τόσον μᾶς ὠφελεῖς περισσότερον καὶ μᾶς προξενεῖς ἀνεκδιήγητον ἀπόλαυσιν καὶ αἰώνιον ἀγαλλίασιν». Ὅταν εἶδεν ὁ ἡγεμὼν τὴν στερρὰν καὶ ἀμετάθετον γνώμην αὐτῶν, ἀφῆκε τοὺς λόγους καὶ ἀρχίζει τὰ κολαστήρια· προστάσσει δὲ Ἀνουΐνον τὸν κομενταρήσιον νὰ τοὺς κρεμάσῃ ἀπὸ τὴν μίαν χεῖρα, εἰς δὲ τοὺς πόδας αὐτῶν νὰ δέσῃ λίθον βαρύτατον διὰ νὰ κατασπάσουν τὰ νεῦρα καὶ οἱ ἁρμοὶ καὶ νὰ ἔχουν πόνον δριμύτατον. Τούτου γενομένου ἐκρέμαντο ὥρας πέντε ὑπομένοντες καρτερικῶς τοιαύτην πανώδυνον βάσανον, χωρὶς νὰ φωνάξουν ἢ νὰ στενάξουν τελείως, ἀλλ’ ὥσπερ νὰ ἦσαν ἄλλοι οἱ πάσχοντες, αὐτοὶ δὲ νὰ τοὺς ἔβλεπον.

Ἀφοῦ λοιπὸν παρῆλθον αἱ πέντε ὧραι, τοὺς ἠρώτησαν πάλιν ἐὰν ἔστεργον νὰ τελέσουν το πρόσταγμα τοῦ βασιλέως, καὶ ἰδόντες αὐτοὺς ὅτι δὲν ἠδύναντο νὰ ἀποκριθῶσιν ἀπὸ τοὺς πόνους, τοὺς κατεβίβασαν καὶ τοὺς ἐνέκλεισαν εἰς ζοφερὰν φυλακήν, τὴν ὁποίαν ὠνόμαζον σκοτεινὸν, λάκκον, καθὼς ἦτο κατὰ ἀλήθειαν, ὅτι φῶς ἡμέρας οὐδόλως ἐφαίνετο ἐκεῖ, σφαλίσαντες δὲ εἰς τὸ ξύλον τοὺς πόδας των, παρήγγειλαν τῶν φυλάκων νὰ μὴ τολμήσῃ τις νὰ τοὺς δώσῃ ψιχίον ἄρτου ἢ ρανίδα ὕδατος. Ἔκαμαν λοιπὸν εἰς τὸν ζοφερὸν αὐτὸν τόπον ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τοῦ Αὐγούστου ἕως τὰς δέκα τοῦ Νοεμβρίου, ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ δίψαν καὶ ἄλλας στενοχωρίας βασανιζόμενοι, καὶ τότε τοὺς ἔφερον εἰς τὸν ἡγεμόνα, ὅστις τοὺς λέγει· «Δὲν ἐσωφρονίσθητε τόσον καιρόν, νὰ ἐννοήσητε τὸ συμφέρον σας;».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ σημερινὴ Ὄρφα ἢ Οὔρφα, ἀρχαία πόλις ἐν τῇ βορειοδυτικῇ Μεσοποταμίᾳ τῆς Τουρκίας εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ λόφου Τόρα ντ’ Οὐροῒ καὶ ἐπὶ τοῦ μικροῦ παραποτάμου τοῦ Εὐφράτου Σκίρτσου ἀσπασθεῖσα ἐκ τῶν πρώτων τὸν Χριστιανισμόν. Πρωτεύουσα ὁμωνύμου Βιλαετίου.

[2] Ἡ Ἔμεσα ἦτο πόλις περίφημος τῆς ἀρχαίας Κοίλης Συρίας ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ Ὀρόντου, τοῦ σημερινοῦ Νὰρ ἐλ Ἀσί· σήμερον ἀνήκει εἰς τὸ κράτος τῆς Συρίας καὶ ὀνομάζεται Χόμς.

[3] Τὴν Ἐπιστολὴν αὐτὴν τοῦ Κυρίου, ὡς καὶ περὶ τῆς ἀχειροτεύκτου Μορφῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ βλέπε ἐν τῷ Συναξαρίῳ τῆς ιϛʹ (16ης) Αὐγούστου, ὅτε ἑορτάζεται, ἐν Τόμῳ Ηʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[4] «Ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ κορυφὴν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται» (Ψαλμ. ζʹ 17).