Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ὁ ἐξ Ὕδρας μὲν βλαστήσας, ἐν δὲ τῇ Ρόδῳ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αω’ (1800), ἀγχόνῃ τελειοῦται.

Τοῦ λέγει δὲ πάλιν· «Ἂν εἶσαι ἰδικός μου, διατί ἐφόρεσες αὐτὸ τὸ μαῦρον ἔνδυμα, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι τῆς θρηκείας μας; Ὁ ἰδικός μου νόμος γράφει νὰ φορῶμεν λευκὰ ἐνδύματα καὶ λαμπρά, διὰ νὰ εἴμεθα χωρισμένοι ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς· ἔκβαλε λοιπὸν αὐτὰ τὰ μαῦρα καὶ καταφρονεμένα ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα φορεῖς, καὶ ἐγὼ νὰ σὲ ἐνδύσω λευκὰ καὶ λαμπρὰ ἐνδύματα διὰ νὰ χαίρεσαι τὸν κόσμον καὶ νὰ σοῦ δώσω καὶ χρήματα ὅσα χρειάζεσαι, διὰ νὰ εὐφραίνεσαι μετ’ ἐμοῦ καὶ νὰ σὲ βλέπουν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ σὲ φοβοῦνται καὶ νὰ σὲ προσκυνοῦν».

Πρὸς ταῦτα ὁ τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης Κωνσταντῖνος ἀνταπεκρίνατο· «Ἔλα καὶ σύ, αὐθέντα, νὰ πιστεύσῃς καὶ νὰ ὁμολογήσῃς τὸν Χριστόν, ὅτι εἶναι Θεὸς ἀληθινός, διὰ νὰ σὲ φωτίσῃ νὰ ἴδῃς τὸ ἀληθινὸν φῶς, ἐπειδὴ τώρα εἶσαι τυφλὸς καὶ σκοτισμένος ἀπὸ τὴν ἀσέβειαν, καὶ ἂν τὸν ὁμολογήσῃς διὰ Θεὸν ἀληθινόν, βέβαια ἔχεις νὰ ἀξιωθῇς καὶ τῆς οὐρανίου Βασιλείας του καὶ νὰ ἴδῃς ὀφθαλμοφανῶς τὰ ἀνεκλάλητα κάλλη τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ εὐφραίνεσαι εἰς αὐτὰ μὲ ὅλους τοὺς Ἀγγέλους καὶ Ἁγίους». Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἀσεβής· «Ποῖος σὲ ἔμαθεν αὐτὰς τὰς φλυαρίας, Χασάνη; ἐγὼ σὲ ἔκαμα υἱόν μου διὰ νὰ σὲ ὑπανδρεύσω καὶ νὰ σοῦ δώσω καὶ τὴν κληρονομίαν μου καὶ σὺ κατεφρόνησας τόσα ἀγαθὰ καὶ ἐφόρεσες μαῦρα;». Βλέπων δὲ τὸν ἡγεμόνα ταραχθέντα ὁ παραστεκόμενος πλησίον εἰς αὐτὸν Ἀγαρηνός, ἐσήκωσε τὸ χέρι του καὶ ἐκτύπα τὸν Μάρτυρα, ἀλλ᾽ ὁ ἡγεμὼν ἠμπόδισεν αὐτόν, προσέταξε δὲ μόνον νὰ τὸν βάλουν εἰς τὴν φυλακήν καὶ οὕτως αὐτὸς ἀνεχώρησε κατηφὴς καὶ λυπημένος καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν οἶκόν του, ἔμεινε δὲ ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρας ὁλοκλήρους, χωρὶς νὰ ἐξέλθῃ ἔξω τελείως ἀπὸ τὴν λύπην του.

Μετὰ δὲ τὰς τρεῖς ἡμέρας, ἐξελθὼν καὶ ὅλος πνέων πῦρ καὶ μανίαν κατὰ τοῦ Μάρτυρος, ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος καὶ εἶπε· «Φέρετε ἐδῶ ἐκεῖνον τὸν μιαρόν, ὅστις προχθὲς μᾶς εἶπε τόσα λόγια». Παραστάντος δὲ τοῦ Μάρτυρος εἶπε· «Λέγε μου, ὦ πάντολμε, τὶ ἦσαν τὰ λόγια ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα προχθὲς ἀπετόλμησες νὰ εἴπῃς ἐναντίον μου;». Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς, χωρὶς νὰ δειλιάσῃ τελείως, ἀλλὰ θαρρετὰ ὡς λέων ἀπεκρίθη λέγων· «Ἐγὼ σοῦ εἶπα νὰ πιστεύσῃς εἰς τὸν Χριστόν, ὅστις εἶναι Θεὸς ἀληθινός· διότι ἡ ἰδική σας πίστις εἶναι βδελυρά, μιαρὰ καὶ ψευδής, ἐπειδὴ πιστεύετε ἕνα ψεύστην, ὁ ὁποῖος εἰς τὸν κόσμον δὲν ἔδειξε κανὲν θαῦμα, οὔτε σᾶς ἐδίδαξε καμμίαν ἀλήθειαν καὶ κανὲν καλόν, ἀλλὰ μόνον σᾶς ἐδίδαξε μυθολογίας καὶ σᾶς παραγγέλλει νὰ κάμνετε πορνείας, ἀρσενοκοιτίας καὶ ἄλλας κακίας·