Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ὁ ἐξ Ὕδρας μὲν βλαστήσας, ἐν δὲ τῇ Ρόδῳ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αω’ (1800), ἀγχόνῃ τελειοῦται.

Λαβὼν ὁ Καπετὰν Γεώργιος τὰ γράμματα τοῦ Μάρτυρος καὶ μαθὼν ἀπὸ αὐτὰ τὸν πόθον τὸν ὁποῖον εἶχεν εἰς τὸ νὰ μαρτυρήσῃ, ἔγραψε πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῆς Ρόδου, ὅτι «ἡμεῖς ἕνα τοιοῦτον ἄνθρωπον δὲν θέλομεν νὰ τὸν ἠξεύρωμεν, καὶ ὅ,τι θέλεις κάμε εἰς αὐτόν». Τότε ὁ ἡγεμὼν λαβὼν τὴν ἀπόκρισιν ταύτην, ἔβαλε βουλὴν διὰ νὰ θανατώσῃ τὸν Μάρτυρα. Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν ἐκβαλὼν αὐτὸν ἔξω ἀπὸ τὴν φυλακήν, τὸν προσέταξε νὰ ἐγείρῃ πέτρας ἀπὸ ἓν μέρος καὶ νὰ τὰς πηγαίνῃ εἰς ἄλλο. Ὁ δὲ Μάρτυς, ἐπιθυμῶν νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὸν Χριστὸν μίαν ὥραν πρότερον, προσεποιήθη ὅτι ἔφευγε, διὰ νὰ κινήσῃ τὸν ἡγεμόνα εἰς θυμὸν καὶ ἀκολούθως διὰ νὰ τὸν παροξύνῃ εἰς τὸ νὰ τὸν θανατώσῃ· ὁ δὲ παραστεκόμενος εἰς τὸν ἡγεμόνα, ὢν σκληρὸς καὶ Χριστιανομάχος, ἔτρεξε καὶ συλλαβὼν τὸν Μάρτυρα, ἐξέβαλε τὴν μάχαιράν του ὁ ἀλιτήριος καὶ τὸν ἐκτύπα μανιωδῶς εἰς ὅλον τὸ σῶμά του, τόσον ἀπὸ τὸ πλάγιον μέρος τῆς μαχαίρας, ὅσον καὶ ἀπὸ τὸ κοπτερόν, εἰς τρόπον ὥστε κατέκοψε καὶ κατεπλήγωσεν ὁ θηριόγνωμος τὸ ἀθλητικὸν ἐκεῖνο καὶ καταπεπονημένον ἀπὸ τὰ πρότερα βάσανα σῶμα· καὶ ἐκεῖνος μὲν μὲ τὴν παιδείαν ταύτην ἱκανοποίησε τὸν θυμόν του καὶ τὴν κακίαν του, ὁ δὲ Μάρτυς ἔχαιρε καὶ ηὐφραίνετο, διότι ἔπαθε τοῦτο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ.

Τέλος πάντων ἀποκαμὼν πλέον ὁ τῆς ἀσεβείας ἡγεμὼν ἀπὸ τὸ νὰ παιδεύῃ τὸν Μάρτυρα, παρέστησεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ βήματος καὶ τὸν ἐρωτᾷ διὰ τελευταίαν φορὰν ἂν μετενόησε καὶ ἂν ἀρνῆται τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ Κωνσταντῖνος μετὰ ὁμοίας γενναιότητος ἀπεκρίθη· «Εἶπον σοι ὅτι ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός, καὶ τὸν Χριστόν μου δὲν εἶναι τρόπος νὰ ἀρνηθῶ, κἂν εἰς μύρια τεμάχια κατακόψῃς τὸ σῶμά μου. Λοιπὸν ὅ,τι θέλεις κάμε εἰς ἐμὲ μίαν ὥραν πρότερον, διότι ὁ Κύριός μου μὲ προσμένει· μόνον μὴ ἀργοπορεῖς, ἐπειδὴ ἐγὼ γνωρίζω, ὅτι ἔκαμες κατ᾽ ἐμοῦ τὴν τελευταίαν ἀπόφασιν». Καὶ τῇ ἀληθείᾳ ἤξευρεν ὁ Ἅγιος, ὅτι οἱ ἀσεβεῖς ἔκαμον κατ’ αὐτοῦ τὴν ἀπόφασιν· διότι τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς αὐτοῦ τελειώσεως τοῦ ἀπεκάλυψεν ὁ Κύριος, ὅτι ἔφθασεν ὁ καιρὸς νὰ λάβῃ τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως· ὅθεν τοῦτο προγνωρίσας, καλεῖ τὸν Χριστιανὸν ἐκεῖνον, ὅστις τὸν ἐπεσκέπτετο καὶ τοῦ λέγει· «Πήγαινε, ἀδελφέ, καὶ φέρε μου τὰ Ἄχραντα Μυστήρια νὰ κοινωνήσω, διότι τὴν προσεχὴν Τετάρτην μέλλουν οἱ ἀσεβεῖς νὰ μὲ θανατώσουν». Ὅθεν καὶ κατὰ τὴν πρόρρησιν τοῦ Ἁγίου, οὕτως ἔγινε· διότι ἀφοῦ ὁ ἡγεμὼν εἶδεν, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω, τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης του, ἔδωκε τὴν ἀπόφασιν νὰ τὸν θανατώσουν μέσα εἰς τὴν φυλακήν.