Ὁ βασιλεὺς δὲ μετανοῶν καὶ κλαίων, διότι ἐξώρισε τὸν Ἅγιον, παρευθὺς ἔγραψε πρὸς αὐτόν, δεόμενος καὶ παρακαλῶν νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν θρόνον του· ἔστειλε δὲ καὶ ἀπεσταλμένον εὐνοῦχόν τινα τῆς βασιλίσσης, Βρίσωνα ὀνόματι, νὰ τὸν φέρῃ, πρὶν ἢ ἀκόμη φθάσῃ εἰς τὴν Πραίνεστον καὶ πάλιν ἔστειλεν ἄλλον, ἕως οὗ ἰδὼν ὁ Ἅγιος τὴν μετάνοιαν τοῦ βασιλέως, ἔστρεψεν ὀπίσω. Ὅταν δὲ ἔμαθεν ὁ λαὸς ὅτι ἔρχεται ὁ Ἅγιος, ἐπλημμύρισαν τὸ στενὸν τῆς πόλεως πέρασμα· ἔτρεχον ἄνδρες, γυναῖκες, παιδία, νὰ ἴδωσι τὴν ἀγγελικὴν μορφὴν τοῦ Ἁγίου Χριστομιμήτου καὶ καλοῦ Ποιμένος. Ἐλθὼν δὲ ὁ Ἅγιος, δὲν ἠθέλησε νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὴν πόλιν, ἀλλ’ εἶπεν· «Ἂς ἔλθῃ Σύνοδος μεγαλυτέρα νὰ μὲ ἐξετάσῃ πάλιν». Ὁ δὲ λαὸς ὡς ἤκουσαν τὸ τοιοῦτον, ἔκλαιον, ἐθρήνουν, παρεκάλουν αὐτόν. Τέλος ἰδὼν ὁ Ἅγιος τὴν τοσαύτην ὁρμὴν τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ βασιλέως, εἰσῆλθε μὲν εἰς τὴν πόλιν, εἰς δὲ τὸν θρόνον δὲν ἠθέλησε νὰ καθήσῃ, ἀλλ’ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ λαὸς δὲν τὸν ἀφῆκαν, θέλοντα δὲ καὶ μὴ θέλοντα τὸν ἀνεβίβασαν εἰς τὸν θρόνον του, δεκάτην τρίτην ἔχοντος τότε τοῦ Νοεμβρίου καὶ πάλιν ἡ Ἐκκλησία ἀπέλαβε τὸν στολισμόν της, τὸν διδάσκαλον, τὸν ἄγρυπνον Ποιμένα καὶ πάλιν αἱ διδαχαὶ ἔρρεον. Ἀλλὰ τὶ νὰ σᾶς εἴπω; ὦ φθόνε, ἀρχηγὲ τῶν κακῶν, ἐπίβουλε τῶν καλῶν, συκοφάντα τῶν ἀγαθῶν! Ἀλλὰ πῶς ἴσχυσεν ὁ φθόνος; ἀκούσατε.
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐκεῖ ὅπου εἶναι τώρα ὁ Ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἦτο πρότερον Ναὸς ρυθμοῦ βασιλικῆς, τὸν ὁποῖον ἔκτισεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ τὸν ὠνόμαζον Σοφίαν. Ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸν ἦτο στήλη ἀργυρᾶ τῆς βασιλίσσης Εὐδοξίας καὶ συναζόμενα τὰ παιδία ἐκεῖ τὰς ἑορτὰς ἔπαιζον καὶ προεκάλουν μεγάλην σύγχυσιν, δὲν ἄφηναν δὲ αἱ φωναί των νὰ ἀκούεται ἡ ψαλμῳδία τῶν Ἱερέων. Ὁ μὲν Ἅγιος ἐδίδασκε πάντοτε νὰ παύσωσι τὰ παιδία τὰς φωνάς, ἀλλὰ τί νὰ κάμῃ εἰς τόσον πλῆθος παιδίων; Τέλος ὡμίλησεν ὅτι δὲν εἶναι πρέπον νὰ ἵσταται ἐκεῖ ἡ εἰκὼν τῆς βασιλίσσης καὶ νὰ γίνηται αἰτία συγχύσεως καὶ θορύβου, προέτεινε δὲ νὰ τὴν μεταθέσωσιν εἰς τὴν ἀγοράν. Ἀκούσασα τοῦτο ἡ βασίλισσα ἐδαιμονίσθη καὶ πάλιν καὶ ἔλεγεν ὅτι ἦλθε πάλιν ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ τὴν ἐλέγξῃ. Τέλος ἐσύναξε πάλιν εἰς Σύνοδον τοὺς προαναφερθέντας Ἀρχιερεῖς· ἐκεῖνοι ὅμως μὴ δυνάμενοι νὰ εὕρουν πταίσιμόν τι, ἵνα καθαιρέσωσι πάλιν τὸν Ἅγιον, ἐπειδὴ τὰ πρῶτα ἐγκλήματα δὲν ἀπεδείχθησαν, ἐκάλεσαν τὸν εὑρετὴν τῆς κακίας Θεόφιλον, ἵνα ἔλθῃ πάλιν καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Σύνοδόν των ἢ νὰ τοὺς εὕρῃ τι κεφάλαιον νόμου, ὅπως δυνηθῶσι νὰ ἐπιτύχωσι τὴν θέλησιν τῆς βασιλίσσης.