Ἰδὼν ὁ Θεόφιλος ὅτι ἡ ὑπόθεσις ἀπέβη κατὰ τῆς κεφαλῆς του, ὡς πονηρότατος καὶ ἐξαγοραστὴς τοῦ καιροῦ, ἤνοιξε τους θησαυρούς, τοὺς ὁποίους εἶχεν ἐξ ἀδικιῶν, καὶ πρῶτον μὲν ἐδωροδόκησε τὸν ἀπεσταλμένον, διὰ νὰ μὴ τὸν ἐνοχλήσῃ εἰς τὴν ὁδόν, οὐδὲ νὰ τὸν βιάζῃ. Ἔπειτα δὲ ἐσκέφθη νὰ ἀγοράσῃ καὶ διάφορα δῶρα καὶ ἀρωματικά, νὰ φιλοδωρήσῃ μὲ ἐκεῖνα τὸν βασιλέα καὶ τοὺς δικαστάς, διότι ἐγνώριζεν, ὅτι τὰ δῶρα, κατὰ τὴν Γραφήν, τυφλοῦσι τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν κριτῶν. Οἱ Ἀρχιερεῖς λοιπὸν τοῦ Πάπα συνήχθησαν εἰς τὴν Ρώμην καὶ ἀνέμενον δευτέραν ἐπιστολὴν διὰ νὰ ἀποφασίσουν ποίαν ἡμέραν θὰ ἀναχωρήσωσι· διότι δὲν τοὺς ἐφαίνετο καλὸν νὰ ὑπάγωσιν εἰς ξένον τόπον, νὰ μένωσι πολὺν καιρόν. Κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἠκούσθη λόγος ψευδὴς εἰς τὴν ἀκοὴν τοῦ Θεοφίλου, ὅτι ὁ μέγας Χρυσόστομος συνεχώρησε τὸν Διόσκορον καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἄλλων πεντήκοντα ἀκολούθων αὐτῶν καὶ ὅτι τοὺς ἔδωκεν ἄδειαν νὰ λειτουργῶσι. Τοῦτο μαθὼν ὁ Θεόφιλος ἐχάρη τὰ μέγιστα, ὡς νὰ εὗρεν αἰτίαν νὰ ἐκδικηθῇ τὸν Ἅγιον· ἐμβὰς δὲ εἰς πλοῖον, διῆλθε καὶ ἀπὸ τὴν νῆσον Κύπρον, διὰ νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπον τῆς Κύπρου Ἅγιον Ἐπιφάνιον καὶ νὰ τὸν πείσῃ νὰ ὑπάγωσιν ὁμοῦ εἰς Κωνσταντινούπολιν. Οὗτος δὲ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ἦτο ἄνθρωπος οὐχὶ τόσον πεπαιδευμένος, ἀλλ’ ὅμως ἐνάρετος, ἁπλοῦς καὶ ἀπονήρευτος. Ἠπάτησε δὲ αὐτὸν μὲ πονηρίαν ὁ Θεόφιλος, ὅτι πρέπει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἵνα καθαιρέσῃ τὸν Χρυσόστομον ὡς ὠριγενιστήν.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἐπιφάνιος ἐπίστευσεν εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ψεύδους Θεόφιλον· ὅθεν ἔγραψεν μὲ τὴν Σύνοδόν του εἰς τὸν Χρυσόστομον νὰ ἀναθεματίσῃ τὸν Ὠριγένην καὶ τὰ βιβλία του. Ὁ δὲ Ὠριγένης ἦτο Ἀλεξανδρεὺς παλαιὸς καὶ μέγας φιλόσοφος κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγραψε πολλὰ βιβλία καὶ ἐξηγήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Γραφῆς. Μεταξὺ τῶν βιβλίων του ὅμως εὑρέθησαν καὶ πολλαὶ κακοδοξίαι, διότι ἔλεγεν, ὅτι ἡ κόλασις ἔχει τέλος, ὅτι οἱ δαίμονες μέλλουσι νὰ γίνωσι πάλιν Ἄγγελοι, ὅτι ὑπάρχει μετεμψύχωσις. Ἐπρέσβευε προΰπαρξιν τῶν ψυχῶν, ἤτοι ὅτι αἱ ψυχαὶ εἶναι ὅλαι δεδημιουργημέναι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ μένουσιν εἰς τόπον ὡρισμένον· ὅταν δὲ συλληφθῇ τὸ βρέφος εἰς τὴν κοιλίαν τῆς γυναικός, ἐμβαίνει μία ψυχὴ ἀπ’ ἐκείνας· ὅτι εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ αἱ ψυχαὶ δὲν ἀνίστανται μὲ τὸ σῶμα τοῦτο, ἀλλὰ μὲ ἕτερον, ὅτι ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς παρακοῆς ἦτο ἀσώματος.