Γράφει δὲ καὶ εἰς ὅλην του τὴν ἐπαρχίαν, νὰ εἶναι καθῃρημένοι καὶ ἀναθεματισμένοι αὐτοὶ καὶ ὁ Πηλουσιώτης Ἰσίδωρος. Ὄχι δὲ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ χειροτονήσας καί τινα Ἱερέα ὁμόφρονα αὐτοῦ εἰς πενιχράν τινα Ἐπισκοπήν, καὶ ἄλλον Ἱερέα ἀνάξιον καὶ τρεῖς Διακόνους, τοὺς ἔπεισε νὰ γίνωσι κατήγοροι τῶν τεσσάρων ἀδελφῶν ἐκείνων, ἔδωκε δὲ καὶ εἰς αὐτοὺς ἐγγράφους κατηγορίας κατ’ ἐκείνων τῶν ἀδελφῶν καὶ τοὺς παρήγγειλεν, ὅτι ὅταν εἶναι Σύνοδος μεγάλη νὰ τὰς δώσωσιν εἰς τὰς χεῖρας του ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔδωκαν ἐκεῖνοι τὰς κατηγορίας, ὁ Θεόφιλος ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Ἡγεμόνα τῆς Ἀλεξανδρείας ἐξουσίαν καὶ στρατιώτας νὰ ἐκδιώξῃ τοὺς τέσσαρας ἐκείνους ἀδελφοὺς ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς Ἀλεξανδρείας.
Πρῶτον λοιπὸν ἐδίωξε τὸν Ἐπίσκοπον Διόσκορον ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπήν του. Ζητῶν δὲ καὶ τοὺς ἄλλους τρεῖς ἀδελφοὺς καὶ μὴ εὑρίσκων αὐτούς, διότι ἐκρύβησαν εἰς ξηροπήγαδον, ἔδωκε διαταγὴν εἰς τοὺς στρατιώτας νὰ λεηλατήσωσι τὰ κελλία τῶν Μοναχῶν, οἵτινες συνήχθησαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν νὰ τὸν φονεύσωσιν, προφασιζόμενοι ὅτι ζητοῦσι τοὺς ἀδελφοὺς ἐκείνους. Καὶ διὰ νὰ μὴ εἴπωσιν ὅτι ἔκαμαν οἱ στρατιῶται ἁρπαγήν, ἔβαλαν πῦρ καὶ κατέκαυσαν πολλὰ κελλία καὶ Μοναχοὺς πολλούς, προσποιούμενοι ὅτι ἐσκόπουν νὰ σβέσωσι τὴν πυρκαϊάν. Μετὰ ταῦτα ἐξῆλθον οἱ ἀδελφοὶ ἐκεῖνοι γυμνοὶ ἀπὸ τὸ ξηροπήγαδον καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν Πατριάρχην τῶν Ἱεροσολύμων Σιλβανόν, νὰ κλαύσωσι διὰ τὴν προσγενομένην εἰς αὐτοὺς ἀδικίαν. Ὁ δὲ Θεόφιλος, εὐθὺς ὡς ἔμαθεν ὅτι εὑρίσκονται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔγραψεν εἰς τὸν Πατριάρχην οὕτω: «Δὲν πρέπει νὰ δεχθῇς τοὺς δεδιωγμένους καὶ ἀφωρισμένους ἀπὸ ἐμέ, ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζες τὸ τοιοῦτον, ἰδοὺ ὅπου σοῦ γράφω νὰ τοὺς ἀποδιώξῃς». Ἰδόντες δὲ οἱ Μοναχοὶ ἐκεῖνοι, ὅτι δὲν ἔχουσιν ἄλλο καταφύγιον, ἀνεχώρησαν μετὰ πολλοῦ κόπου καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ νὰ εὕρωσι τὸν θεῖον Χρυσόστομον, συνηκολούθουν δὲ καὶ περὶ τοὺς πεντήκοντα ἄλλοι Μοναχοί.
Τούτους ἰδὼν ὁ Ἅγιος ἐλυπήθη, καὶ παρηγορήσας αὐτοὺς διὰ λόγων ἱκανῶν, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τόπον καὶ εἰσοδήματα νὰ ἀναπαύωνται εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, τὸν ὁποῖον, λέγουσιν, ὅτι τὸν ἔκτισεν ὁ μέγας Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν ἦτο Πατριάρχης εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Μετά τινας δὲ ἡμέρας, ἀκούσας ὁ Ἅγιος, ὅτι ἦλθον εἰς τὸν βασιλέα ἄνθρωποί τινες τοῦ Θεοφίλου δι’ ὑποθέσεις ἰδικάς των, τοὺς ἐκάλεσε καὶ τοὺς ἠρώτησεν, ἐὰν γνωρίζωσι τοὺς φυγάδας ἐκείνους ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν.