Οἱ δὲ εἶπον· «Καὶ τοὺς γνωρίζομεν καὶ βεβαιοῦμεν ὅτι ἀδίκως ἀφωρίσθησαν». Ἔγραψε τότε ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Θεόφιλον παρακαλῶν αὐτὸν νὰ τοὺς συγχωρήσῃ· ἐκεῖνος δὲ τί ποιεῖ; στέλλει τοὺς ὡς ἄνω ἀναφερθέντας κατηγόρους τῶν ἀδελφῶν ἐκείνων, τὸν Ἐπίσκοπον, τὸν Ἱερέα καὶ τοὺς τρεῖς Διακόνους νὰ ὑπάγωσιν εἰς τὸν βασιλέα μετὰ τῶν ἐγγράφων ἐκείνων καταγγελιῶν δι᾽ ἐγκλήματα διὰ τὰ ὁποῖα κατηγόρουν αὐτοὺς καὶ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ νὰ τὰς εἴπωσι καὶ ἐκεῖ φανερά, ἵνα ὁ βασιλεὺς τοὺς ἐκδιώξῃ.
Τότε, ὡς εἶδον οἱ ἀδελφοὶ ἐκεῖνοι ὅτι πανταχόθεν εἶναι ἐστενοχωρημένοι, καὶ οὐδὲ εἰς τὴν θάλασσαν συγχωροῦνται νὰ κατοικήσωσι, δὲν ἠδυνήθησαν πλέον νὰ ὑπομείνωσιν, ἀλλὰ παρευθὺς ἔγραψαν καὶ αὐτοὶ πρὸς τὸν βασιλέα ἀναφοράν, ἡ ὁποία εἶχε καὶ ρητὰ καὶ ἄρρητα ἐγκλήματα, ἅπερ ἰσχυρίζοντο ὅτι θὰ ἀποδείξωσι. Πάλιν ἔγραψεν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Θεόφιλον, λέγων· «Κάλλιον νὰ τοὺς συγχωρήσῃς, παρὰ νὰ σὲ κατηγορήσωσι διὰ τόσας κατηγορίας». Ἐκεῖνος, ὡς εἶδε τὰ γράμματα τοῦ Ἁγίου, ἐθυμώθη κατ’ αὐτοῦ καὶ τοῦ γράφει οὕτω· «Νομίζω, ὅτι γινώσκεις τὸν Νόμον καὶ τοὺς Κανόνας τῆς ἐν Νικαίᾳ Πρώτης Συνόδου, καθ’ οὓς πρέπει νὰ κρίνωνται οἱ Μητροπολῖται καὶ οἱ Ἐπίσκοποι ἐντὸς τῆς δικαιοδοσίας των· εἰ δὲ καὶ δὲν γνωρίζεις τοῦτο, μάθε το ἀπὸ ἐμέ, διότι ἐγὼ δὲν ἔχω ἀνάγκην νὰ μὲ ἐξετάζῃ ἡ Ἀρχιερωσύνη σου τί νὰ πράξω, ἀλλ’ ἔχω ἐδῶ Σύνοδον καὶ Ἀρχιερεῖς καὶ ἂς μὲ ἐξετάσωσιν».
Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες ἀδελφοὶ ἐκεῖνοι καὶ ἰδόντες, ὅτι οὐδὲ ἀπὸ τὸν Ἅγιον ἦτο δυνατὸν νὰ ἔχωσι βοήθειάν τινα, ἠναγκάσθησαν νὰ κατηγορήσωσι φανερὰ τὸν Θεόφιλον εἰς τὸ πολιτικὸν δικαστήριον. Ἡμέραν δέ τινα, ἐξερχομένου τοῦ βασιλέως ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἔδωκαν τὴν ἀναφορὰν ἐκείνην, τὴν κατὰ τοῦ Θεοφίλου, καὶ τῶν πέντε συκοφαντῶν καὶ ψευδοκατηγόρων, τοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ Ἱερέως καὶ τῶν τριῶν Διακόνων· καὶ παρευθὺς ἐξεδόθη ἀπόφασις βασιλική, ἵνα τοὺς μὲν συκοφάντας φυλακίσωσιν, ἕως οὗ ἐξετασθῶσι, τὸν δὲ Θεόφιλον καλέσωσι νὰ ἔλθῃ, διὰ νὰ ἐξετασθῇ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου καὶ τῆς περὶ αὐτὸν Συνόδου. Ἀπεστάλησαν δὲ καὶ διαταγαὶ πρὸς τὸν διοικητὴν τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅτι ἀπαραίτητος ἀνάγκη εἶναι νὰ στείλῃ τὸν Θεόφιλον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐστάλησαν δὲ καὶ ἄλλα γράμματα εἰς τὸν ἀδελφὸν τοῦ βασιλέως Ὀνώριον, ὅστις ἐβασίλευεν εἰς τὴν Ρώμην καὶ εἰς τὸν Πάπαν Ἰννοκέντιον, ἵνα στείλωσιν Ἀρχιερεῖς καὶ Ἐπιτρόπους τοῦ Πάπα νὰ ἐξετάσωσι μετὰ τοῦ Ἁγίου τὰ ἐγκλήματα τοῦ Θεοφίλου. Ἕως οὗ λοιπὸν συναχθῇ ἡ Σύνοδος, τοὺς μὲν κατηγόρους ἐφυλάκισαν οἱ ἔπαρχοι τῆς πόλεως, ἔστειλαν δὲ καὶ ἀπεσταλμένον εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν νὰ φέρῃ τὸν Θεόφιλον.