Μεταξὺ αὐτῶν ἦτο καὶ ὁ Εὐσέβιος, δεόμενος νὰ συγχωρηθῇ ἀπὸ τὴν ἀργίαν· οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς ἔλεγον ὅτι δὲν πρέπει, συκοφάντης ὢν καὶ κατήγορος ψευδὴς τοῦ Μητροπολίτου αὐτοῦ, νὰ ἔχῃ συγχώρησιν. Αὐτὸς ὅμως ἔλεγεν· «Δὲν εἶμαι συκοφάντης, ἀλλ’ ἐὰν θέλητε παρουσιάζω τοὺς μάρτυρας ἢ καὶ αὐτοὺς τοὺς Ἐπισκόπους, οἵτινες τοῦ ἔδωκαν χρήματα». Τοῦτο ἐφάνη καλὸν εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς, οὐχὶ πλέον διὰ τὸν Ἀντωνῖνον, ὅστις ἀπέθανεν, ἀλλὰ νὰ ποιήσωσι λεπτομερῶς τὴν ἐξέτασιν διὰ τοὺς ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντας καὶ νὰ τοὺς ἀφήσωσι νὰ εἶναι ὑπόδικοι εἰς ἀνάθεμα. Ἤρχισαν λοιπὸν νὰ ποιῶσι τὴν ἐξέτασιν· καὶ πρῶτον μὲν ἠρώτησαν τοὺς Ἐπισκόπους, ἂν ἔδωκαν χρήματα· ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι ἠρνοῦντο, ἔφερον τοὺς μάρτυρας, οἱ ὁποῖοι ἐλέγχοντες τοὺς Ἐπισκόπους καὶ δεικνύοντες φανερὰ τοὺς τόπους, τοὺς χρόνους καὶ τὴν ποσότητα τοῦ χρυσίου, ἐφίμωσαν αὐτοὺς καὶ τοὺς κατέστησαν ἀναπολογήτους.
Μὴ ἔχοντες λοιπὸν τὶ νὰ εἴπωσιν οἱ Ἐπίσκοποι ἐμαρτύρησαν καὶ μόνοι των τὴν ἀλήθειαν λέγοντες· «Ἡμεῖς ἐνομίζαμεν, ὅτι τοιαύτη εἶναι ἡ συνήθεια τῶν Μητροπολιτῶν, νὰ λαμβάνωσι χρήματα διὰ τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τοῦτο τὰ ἐδώκαμεν διὰ νὰ γίνωμεν Ἐπίσκοποι καὶ νὰ ἀπαλλαγῶμεν καὶ ἀπὸ τοὺς φόρους καὶ τὰς λοιπὰς πρὸς τὸν βασιλέα ὑποχρεώσεις. Ἐὰν λοιπὸν τώρα θέλητε νὰ ἔχωμεν τὸν βαθμὸν τοῦ Ἐπισκόπου καλῶς· εἰ δὲ μή, προστάξατε νὰ μᾶς δοθῶσιν ὀπίσω τὰ ἀργύρια, τὰ ὁποῖα ἐδώναμεν, διότι τινὲς ἐξ ἡμῶν ἐπωλήσαμεν τὰ πολύτιμα κοσμήματα τῶν γυναικῶν ἡμῶν καὶ τὰ ἐδώκαμεν». Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἅγιος· «Διὰ μὲν τὴν ἀπαλλαγὴν τῶν βασιλικῶν ὑποχρεώσεων, ἐγὼ σᾶς ὑπόσχομαι νὰ ὁμιλήσω πρὸς τὸν βασιλέα νὰ ἀπαλλαγῆτε. Ὅσον δὲ ἀφορᾷ τὴν Ἀρχιερωσίνην, οὐδεὶς νόμος σᾶς δικαιώνει». Τότε λέγει καὶ πρὸς τοὺς Ἀρχιερεῖς· «Φθάνει ὅτι τοὺς παύομεν ἀπὸ τὴν Ἀρχιερωσύνην, εἶναι ὅμως δίκαιον νὰ μὴ ἀποστερηθῶσιν οἱ πτωχοὶ καὶ τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα ἔδωκαν καὶ εἶναι εἰς χρέος· προσπαθήσατε μὲ πάντα τρόπον ἀπὸ τὴν περιουσίαν τοῦ Ἀντωνίνου καὶ ἀπὸ τοὺς κληρονόμους του νὰ λάβωσι τὰ ὅσα ἔδωκαν». Τότε οἱ Ἀρχιερεῖς, τοὺς μὲν Ἐπισκόπους ἐκείνοις καθῄρεσαν, ἓξ ὄντας τὸν ἀριθμόν, ἔδωκαν δὲ εἰς αὐτοὺς ἀπὸ τὴν περιουσίαν τοῦ Ἀντωνίνου ὅσα χρήματα ἔδωκεν ἕκαστος, χάριν δὲ οἰκονομίας τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ εἰσέρχωνται εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα νὰ κοινωνῶσι καὶ οὐχὶ ἔξω αὐτοῦ ὡς οἱ κοσμικοί.