Διὰ τοῦτο ἐνεποδίσθη ὁ Ἅγιος ὑπὸ τοῦ βασιλέως νὰ ἐξέλθῃ. Ὅθεν ἔστειλε δύο Μητροπολίτας καὶ ἕνα Ἐπίσκοπον ἐκ τῆς Συνόδου, νὰ ὑπάγωσι νὰ ἐξετάσωσι τὴν ὑπόθεσιν, τοὺς παρήγγειλε δὲ ὅπως, ἐὰν ἐντὸς δύο μηνῶν δὲν φέρῃ ὁ Εὐσέβιος τοὺς μάρτυρας ἔμπροσθέν των, νὰ τὸν καθαιρέσωσιν ὡς συκοφάντην.
Μετέβησαν λοιπὸν οἱ προσδιορισθέντες Ἀρχιερεῖς εἰς τὴν Ἔφεσον, διὰ νὰ ἐξετάσωσι τὴν ὑπόθεσιν. Ὁ Εὐσέβιος ὅμως, λαβὼν δῶρα παρὰ τοῦ Ἀντωνίνου, ἐποίησεν εἰρήνην καὶ ἀγάπην μετ’ αὐτοῦ θέλων δὲ νὰ μὴ φανῇ ψεύστης, ἀφῆκε νὰ παρέλθῃ καιρὸς εἰς τὴν προσαγωγὴν τῶν μαρτύρων, ὅπως βαρυνθῶσιν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ἐπιστρέψωσιν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἵνα οὕτως θεωρηθῇ αὐτὸς ἀναίτιος. Ὅθεν παρῆλθον οἱ δύο μῆνες καὶ ἐπλησίαζε νὰ παρέλθῃ καὶ τρίτος μήν. Τέλος ἰδόντες οἱ Ἀρχιερεῖς ὅτι ὁ Εὐσέβιος ἐψεύσθη, τὸν καθῄρεσαν, ἐκεῖνοι δὲ ἐπέστρεψαν διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐν μέσῳ ὅμως τῆς ὁδοῦ φθάσας ὁ Εὐσέβιος τοὺς ἔλεγε νὰ ἐπιστρέψωσιν ὀπίσω, διότι εἶχεν ἑτοιμάσει τοὺς μάρτυρας, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἠσθένησε δὲν ἠδυνήθη νὰ ἔλθῃ εἰς Ἔφεσον ἔμπροσθέν των, νὰ παρουσιάσῃ τοὺς μάρτυρας. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς τὸ μὲν ἕνεκα τοῦ καύσωνος, τὸ δὲ προβλέποντες καὶ τὸ ψεῦδος τοῦ Εὐσεβίου, δὲν ἠθέλησαν νὰ ἐπιστρέψωσιν εἰς τὴν Ἔφεσον, ἀλλ’ ἐπῆγαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ἀπέθανεν ὁ Ἀντωνῖνος, οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἔστειλαν ἀπὸ τὴν Ἔφεσον γράμματα πρὸς τὸν Ἅγιον δεόμενοι νὰ ὑπάγῃ ἕως ἐκεῖ, πρῶτον μὲν διὰ νὰ διορθώσῃ τοὺς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι παρεκινήθησαν ἀπὸ τὸ κακὸν παράδειγμα τοῦ Ἀντωνίνου καὶ ἐμίαναν τὰς χεῖράς των μὲ τὴν σιμωνίαν, ἔπειτα δὲ νὰ ἀπαλλάξῃ τὸν λαὸν ἐκεῖνον ἀπὸ τὴν αἵρεσιν τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπλεόναζον εἰς τοὺς τόπους ἐκείνους, προσέθετον δὲ ὅρκους φοβεροὺς καὶ ἀνέθετον τὸν Ἅγιον εἰς τὸν Θεόν, ἐὰν δὲν θελήσῃ νὰ ὑπάγῃ.
Ὁ δὲ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος ἐπεβιβάσθη εἰς βασιλικὸν πλοῖον καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐξῆλθεν εἰς τὴν πόλιν Ἀπάμειαν τὴν παραθαλασσίαν, ἐκεῖ εὗρε Παῦλον, Κυρῖνον καὶ Παλλάδιον τοὺς Ἐπισκόπους, οἵτινες τὸν ἀνέμενον, καθὼς τοὺς παρήγγειλεν ὁ Ἅγιος· ἐπῆγε δὲ μετ᾽ αὐτῶν πεζὸς εἰς τὴν Ἔφεσον [6]. Συνήχθησαν δὲ τότε ἐκεῖ καὶ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς περισσότεροι ἀπὸ ἑβδομήκοντα, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀπὸ Λυδίαν, Φρυγίαν, Καρίαν καὶ ἀπὸ ἄλλας ἐπαρχίας τῆς Ἀνατολῆς, θέλοντες νὰ ἴδωσι τὸν Ἅγιον καὶ νὰ ἀκούσωσι τοὺς χρυσοῦς λόγους, οἵτινες ἔρρεον ἀπὸ τὸ στόμα του.