Τοῦτο ὡς ἔμαθεν ὁ Ἅγιος, ζήλου θείου πλησθεὶς καὶ φοβούμενος μήπως αὐξήσῃ ὁ μιασμὸς τῶν αἱρετικῶν, συνέθεσε καὶ αὐτὸς ἄλλα Τροπάρια ἐναντία τῶν αἱρετικῶν καὶ τὰ ἔδωκεν εἰς τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τὰ ψάλλωσι, τὰ ὁποῖα τὰ ὠνόμαζον ἀντίφωνα [4]. Ἀπ’ αὐτὸ ἤναψε, περισσότερον ὁ φθόνος τῶν αἱρετικῶν καὶ ἐπλήθυνεν ὁ ἄγριος θυμός των· ὅθεν ἐγίνοντο φιλονικίαι καὶ μάχαι ἀπὸ τὰς ὁποίας πολλοὶ ἐτραυματίζοντο, τέλος δὲ ἠκολούθησαν καὶ φόνοι εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη. Ἐνῷ δὲ εὐνοῦχός τις τῆς βασιλίσσης, ὀνόματι Βρίσων, ἔψαλλε μὲ τοὺς Χριστιανοὺς τὰ ἀντίφωνα, ἔρριψαν λίθους οἱ αἱρετικοὶ καὶ τὸν ἐφόνευσαν· τοῦτο μαθὼν ὁ βασιλεύς ἠμπόδισε τοὺς αἱρετικοὺς νὰ ψάλλωσι τελείως εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.
Ὅταν δὲ ἐλειτούργει ὁ Ἅγιος ἔβλεπε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ κατέβαινεν εἰς τὰ τίμια καὶ ἅγια δῶρα μὲ σημεῖον, ὅπερ ἔβλεπε μόνον ἡ καθαρὰ καὶ ἀμόλυντος ψυχή του. Λειτουργοῦντος ποτὲ τοῦ Ἁγίου μετά τινος Διακόνου, οὗτος ἀτενίσας πρὸς τὸν γυναικωνίτην εἶδε γυναῖκα ὡραίαν καὶ ἐσκανδαλίσθη. Ἐννοήσας τοῦτο ὁ Ἅγιος, βλέπει ὅτι δὲν κατῆλθε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, κατὰ τὴν συνήθειαν· τότε τὸν μὲν Διάκονον διέκοψεν ἀπὸ τὴν λειτουργίαν ἐκείνην καὶ τότε εἶδε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· μετὰ δὲ ταῦτα, διὰ νὰ μὴ συμβῇ καὶ ἄλλοτε, προσέταξε νὰ κατασκευάσωσιν εἰς τὸν γυναικωνίτην δικτυωτὰ (καφάσια), ὥστε αἱ γυναῖκες νὰ βλέπωσι πρὸ τὸ ἅγιον Βῆμα, οἱ δὲ Κληρικοὶ νὰ μὴ βλέπωσι πρὸς τὰς γυναῖκας.
Ἦτο δὲ τότε ἄνθρωπός τις πλούσιος, ὅστις ἦτο Μακεδονιστὴς αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του. Μακεδονισταὶ δὲ ἐλέγοντο οἱ ὀπαδοὶ τοῦ αἱρετικοῦ Μακεδονίου τοῦ ποτὲ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἐβλασφήμει εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν αὐτός, ἀκούων τὴν διδαχὴν τοῦ Ἁγίου, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα· ἡ γυνή του ὅμως, μὲ τὸ στόμα μὲν ἔλεγε ὅτι εἶναι Χριστιανὴ, ἐντὸς δὲ τῆς καρδίας της ἐκράτει στερεῶς τὴν αἵρεσιν. Ὅταν δὲ εἰς ἑορτήν τινα ἐκοινώνουν οἱ Χριστιανοί, αὐτὴ ἐπῆγε κρυφίως εἰς τοὺς ἱερεῖς τῶν πνευματομάχων καὶ ἔλαβε τὸν ἄρτον εἰς χεῖρας της διὰ νὰ κοινωνήσῃ, διότι οὕτως ἦτο συνήθεια, ἔδιδον τὸν ἄρτον μόνον εἰς τὰς χεῖρας ἐκείνου ὅστις ἔμελλε νὰ μεταλάβῃ καὶ ὕστερον τοῦ ἔδιδον τὸν οἶνον εἰς τὸ στόμα του. Ἀφοῦ ἔλαβε τὸν ἄρτον ἐκείνη ἡ γυνή, δὲν τὸν ἔφαγεν, ἀλλὰ τὸν ἔδωκε κρυφίως τῆς δούλης της, τὴν ὁποίαν εἶχε μεθ’ ἑαυτῆς, νὰ τὸν φυλάττῃ· εἰς δὲ τὴν ὥραν τῆς λειτουργίας τῶν Χριστιανῶν ἐπῆγε πάλιν εἰς τὸ φανερὸν μὲ τὸν ἄνδρα της νὰ κοινωνήσῃ.