Ἦτο δὲ ὁ Ἅγιος πολὺ ἐπιτήδειος, ὄχι μόνον εἰς τὸ νὰ διδάξῃ διὰ λόγων, ἀλλὰ και εἰς τὸ νὰ νοήσῃ ὀρθῶς το πνεῦμα τῆς θείας Γραφῆς· ἠγάπα νὰ ἐξηγῇ τὰς Ἁγίας Γραφὰς καὶ νὰ συγγράφῃ λόγους, ἐξόχως δὲ τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὰς ὁποίας τόσον εἶχε προθυμίαν νὰ τὰς ἐξηγήσῃ, ὥστε πάντοτε εἰς τὰς διδαχάς του ἀνέφερε ἐκ τῶν ρημάτων αὐτοῦ καὶ πάντοτε εἰς τὸ στόμα του ἦτο ὁ Παῦλος καὶ ἀναπνοὴ τοῦ Χρυσοστόμου ὁ Παῦλος ἦτο· διὰ τοῦτο παρεκάλει πάντοτε τὸν Θεὸν νὰ τοῦ ἀποκαλύψῃ Μυστήριόν τι, διὰ νὰ βεβαιωθῇ, ἐὰν ἡ ἐξήγησις τῶν Ἐπιστολῶν ἤρεσκεν εἰς τὸν Ἀπόστολον Παῦλον. Ἀκούσατε δὲ τί ᾠκονόμησεν ὁ Θεός. Ὠργίσθη ποτὲ ὁ βασιλεὺς κατά τινος ἄρχοντος τοῦ Παλατίου, ἀφοῦ δὲ τοῦ ἐπῆρε τὰ ὑπάρχοντά του ὅλα, ἤθελε καὶ νὰ τὸν φονεύσῃ. Ἐκεῖνος μὴ ἔχων ποῦ ἀλλοῦ νὰ καταφύγῃ, προσέδραμεν εἰς τὸν Ἅγιον, ὅστις κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην δὲν τὸν εἶδεν αὐτοπροσώπως, μαθὼν ὅμως ὅτι τὸν ζητεῖ ὁ ἄρχων αὐτὸς τοῦ παρήγγειλε, ἵνα ὑπάγῃ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ ἀποδείπνου νὰ συνομιλήσωσι· παρήγγειλε δὲ καὶ εἰς τὸν μαθητήν του Πρόκλον, ὅστις ἔγινε μετὰ ταῦτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίον θὰ ἔλθῃ ὁ ἄρχων, νὰ τὸν ὑπάγῃ κρυφίως εἰς τὸ κελλίον του.
Ὅταν λοιπὸν ἐνύκτωσεν, ἐπῆγεν ὁ ἄρχων κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ Ἁγίου καὶ εὑρὼν τὸν Πρόκλον, τοῦ εἶπε νὰ τον ὑπάγῃ εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ἁγίου· ὁ δὲ Πρόκλος ἐπῆγε νὰ εἰδοποιήσῃ τὸν Ἅγιον περὶ τοῦ ἄρχοντος· εὗρεν ὅμως κεκλεισμένην τὴν θύραν· νομίζων δὲ ὅτι δὲν θὰ εὑρίσκετο κανεὶς ἐντὸς τοῦ κελλίου, παρετήρησεν ἀπὸ θυρίδα τινὰ διὰ νὰ βεβαιωθῇ καὶ βλέπει, ὅτι ὁ μὲν Ἅγιος ἐκάθητο καὶ ἔγραφεν, ἄνθρωπος δέ τις φαλακρός, πλατυγένειος, ἦτο ἄνωθεν τῶν ὤμων τοῦ Ἁγίου ὀλίγον ἐσκυμμένος καὶ τοῦ ὡμίλει εἰς τὸ ὠτίον. Τοῦτο ἰδὼν ὁ Πρόκλος ἐνόμισεν ὅτι ἄνθρωπός τις ἐλθὼν ἔξωθεν ὁμιλεῖ μετὰ τοῦ Ἁγίου. Ἀνέμενε λοιπὸν ἐπὶ πολλὴν ὥραν νὰ ἐξέλθῃ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ἐπειδὴ ὅμως ἔβλεπεν ὅτι ἐκεῖνος δὲν ἐξήρχετο, ἐπῆγε καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἄρχοντα, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἴδῃ τὸν Ἅγιον, διότι ἄνθρωπός τις ὁμιλεῖ μυστικὰ μὲ αὐτόν· ὁ δὲ ἄρχων ἐκεῖνος ἀνέμενεν ὀλίγον· ἔχων δὲ μεγάλην ἀνάγκην νὰ ἴδῃ τὸν Ἅγιον, πάλιν ἔστειλε τὸν Πρόκλον νὰ ὑπάγῃ. Μεταβὰς λοιπὸν καὶ πάλιν καὶ ἰδὼν τὸν αὐτὸν ἄνθρωπον, ἐπέστρεψε λυπημένος, διότι δὲν εὗρε καιρὸν νὰ ἐμβάσῃ τὸν ἄρχοντα καὶ διότι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἰσῆλθε κρυφίως χωρὶς νὰ τὸν ἐρωτήσῃ.