Ἀνέμενε λοιπὸν καὶ πάλιν καὶ στενοχωρούμενος ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος ἐπῆγε νὰ ἴδῃ· ἀλλὰ καὶ πάλιν ὁμοίως τὸν ἔβλεπεν, ὁμιλοῦντα μετὰ μεγάλης προσοχῆς εἰς τὸ ὠτίον τοῦ Ἁγίου, ἕως οὗ ἔφθασε καὶ ἡ ὥρα τοῦ ὄρθρου καὶ ἐσήμαναν. Τότε ἐγερθεὶς ὁ Ἅγιος ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ γνωρίζων οὔτε ὅτι ὁ ἄρχων ἐκεῖνος ἦλθεν, οὔτε τὴν ὀπτασίαν τὴν ὁποίαν ἔβλεπεν ὁ Πρόκλος.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγε πάλιν ὁ ἄρχων ἐκεῖνος, ἔχων μεγάλην ἀνάγκην νὰ συναντήσῃ τὸν Ἅγιον· ὁ δὲ Πρόκλος, ὡς ἐπῆγε νὰ δώσῃ εἴδησιν τοῦ Ἁγίου, πάλιν εἶδεν ἐκεῖνον τὸν φαλακρόν, τὸν ὁποῖον ἔβλεπε καὶ τὴν προηγουμένην ἡμέραν καὶ ὡμίλει εἰς τὸ ὠτίον τοῦ Ἁγίου, ὁ δὲ Ἅγιος εἶχε μεγάλην προσοχὴν νὰ τὸν ἀκούῃ. Τότε ὤμοσε καθ’ ἑαυτὸν ὁ Πρόκλος, οὔτε νὰ φάγῃ, οὔτε τὸ ὄμμά του νὰ κλείσῃ, ἐὰν μὴ φυλάξῃ νὰ ἴδῃ πόθεν ἐμβαίνει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, καὶ τίς εἶναι καὶ τί ζητεῖ. Τὴν δὲ τρίτην νύκτα πάλιν ἐπῆγεν ὁ ἄρχων καὶ ἠνάγκαζε τὸν Πρόκλον νὰ ὁμιλήσῃ διὰ τὴν ὑπόθεσίν του· αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε· «Μὴ λυπῆσαι, ἀπόψε εἶναι μόνος, διότι ἐγὼ εἶχα μεγάλην προσοχὴν καὶ ἄλλος τις δὲν ἦλθεν, ὅθεν ὑπάγω νὰ τὸ εἴπω». Ἐπῆγε λοιπὸν ἀλλὰ καὶ πάλιν, ὤ τῶν θαυμασίων ἔργων τοῦ Θεοῦ! εἶδε τὸν αὐτὸν ἄνθρωπον ὁμιλοῦντα ὁμοίως μετὰ τοῦ Ἁγίου. Ἀνέμενε πάλιν, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἐξῆλθε παντελῶς. Τότε ἐπέστρεψε πρὸς τὸν ἄρχοντα καὶ τοῦ εἶπε· «Ὕπαγε εἰς τὸ καλὸν καὶ δέου τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ βοηθήσῃ εἰς τὴν ἀνάγκην σου, διότι, καθὼς βλέπω, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνομιλήσῃς μὲ τὸν Ἅγιον οὔτε σήμερον, οὔτε αὔριον, ἕως οὗ νὰ ποιήσῃ ὁ Θεὸς οἰκονομίαν τινὰ διὰ σέ». Ὅθεν ἐπέστρεψεν ὁ ἄρχων εἰς τὴν οἰκίαν του λυπημένος διὰ τὴν συμφοράν του.
Πρωΐας γενομένης ἐνεθυμήθη ὁ Ἅγιος τὸν ἄρχοντα καὶ ἠρώτησε τὸν Πρόκλον λέγων· «Πῶς δὲν ἦλθεν ὁ ἄρχων ἐκεῖνος, ὅστις ἤθελε νὰ μοῦ ὁμιλήσῃ; μήπως διώρθωσε τὴν ὑπόθεσίν του;». Ἀπεκρίθη ὁ Πρόκλος· «Ἦλθε, Δέσποτά μου, καὶ ἀνέμενε τρεῖς νύκτας ἐδῶ, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ σὲ συναντήσῃ». Ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ λέγει· «Καὶ διατί δὲν ἦλθες νὰ μοῦ εἴπῃς περὶ αὐτοῦ, καθὼς σοῦ παρήγγειλα;». Ἀπεκρίθη ὁ Πρόκλος· «Ἦλθον, Δέσποτά μου, πέντε καὶ δέκα φοράς, ἀλλὰ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ σοῦ ὁμιλήσω, διότι ἄνθρωπός τις σεβαστὸς φαλακρὸς ἵστατο ἄνωθέν σου καὶ σοῦ ὡμίλει εἰς τὸ ὠτίον καὶ δὲν ἤθελον νὰ σὲ διακόψω ἀπὸ τὴν συνομιλίαν ἐκείνου, διότι ἔβλεπον ὅτι μετὰ μεγάλης προσοχῆς σοῦ ὡμίλει».